Ο υποθυρεοειδισμός, δηλαδή η υπολειτουργία του θυρεοειδούς αδένα, είναι γνωστό ότι σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για αποβολή στη διάρκεια της κύησης και δυσμενή μαιευτική έκβαση καθώς και με εμβρυϊκές ανωμαλίες και με υπογονιμότητα.
Ο υποθυρεοειδισμός διαγιγνώσκεται όταν τα επίπεδα της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH) είναι αυξημένα και τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών (T3, T4) μειωμένα. Υποκλινικό υποθυρεοειδισμό (subclinical hypothyroidism, SCH) έχουμε όταν τα επίπεδα της TSH είναι αυξημένα αλλά τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών βρίσκονται εντός των φυσιολογικών ορίων. Ο υποκλινικός υποθυρεοειδισμός παρατηρείται στο 4% με 9% του πληθυσμού και η συχνότητα εμφάνισης αυξάνει με την αύξηση της ηλικίας.
Μία από τις πιο κοινές αιτίες για την εμφάνιση του υποθυρεοειδισμό είναι ο σχηματισμός αντισωμάτων εναντίον του ενζύμου θυρεοειδική υπεροξειδάση (ΤΡΟ) και της θυρεοσφαιρίνης (Tg). Τα αντισώματα αυτά συχνά ανιχνεύονται σε άτομα με εμφανή ή υποκλινική δυσλειτουργία του θυρεοειδούς αδένα αλλά μπορούν επίσης να βρεθούν σε ευθυρεοειδικές (με φυσιολογική λειτουργία του θυρεοειδούς) γυναίκες.
Η διάγνωση της θυρεοειδικής αυτοανοσίας -δηλαδή αυτών των
αντισωμάτων- είναι πιο συχνή στις υπογόνιμες γυναίκες.
Υπάρχουν μάλιστα κάποιες ενδείξεις ότι η παρουσία των αντισωμάτων κατά του θυρεοειδούς σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για αποβολή της κύησης.
Σε μια πρόσφατη μετα – ανάλυση που δημοσιεύθηκε το 2016 στο περιοδικό Human Reproduction Update αξιολογήθηκε ο αντίκτυπος της παρουσίας της θυρεοειδικής αυτοανοσίας στα αποτελέσματα της in vitro (εξωσωματικής) γονιμοποίησης (IVF) / και σε αυτά της ενδο – κυτταροπλασματικής έγχυσης σπερματοζωαρίους (ICSI). Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η δραστηριότητα του θυρεοειδούς συνήθως αυξάνεται κατά περίπου 30% ώστε να καλυφθούν οι αυξημένες μεταβολικές ανάγκες της μητέρας αλλά και του εμβρύου, ειδικά στο πρώτο μισό της κύησης.
Ως εκ τούτου, η θυρεοειδοτρόπος ορμόνη TSH στις έγκυες γυναίκες ή στις γυναίκες με επιθυμία σύλληψης συστήνεται να κυμαίνεται από 0,4 έως 2,5 mIU/L. Η διαχείριση των ασθενών με επίπεδα TSH μεταξύ 2,5 και 4 mIU/L είναι κάπως αμφιλεγόμενη. Παρά το γεγονός ότι η θεραπεία με λεβοθυροξίνη φαίνεται να βοηθά τα άτομα με επίπεδα TSH πάνω από 4 mIU/L και φυσιολογικά επίπεδα θυροξίνης, τα άτομα με επίπεδα TSH μεταξύ 2,5 και 4 mIU/L δεν επωφελούνται πάντα από τη θεραπεία.
Η παρουσία των αντισωμάτων του θυρεοειδούς φαίνεται όμως να τροποποιεί αυτή την εικόνα. Υψηλότερος κίνδυνος αποβολής, χαμηλότερα ποσοστά γεννήσεων καθώς και αυξημένος κίνδυνος για ανεπιθύμητες μαιευτικές επιπλοκές διαπιστώνονται στις γυναίκες με θυρεοειδική αυτοανοσία.
Είναι πιθανό ότι η αυτοανοσία του θυρεοειδούς – δηλαδή τα αυτοαντισώματα- είναι μέρος μιας πιο γενικής ανοσολογικής απορρύθμισης ή θα μπορούσε να επηρεάσει την εμφύτευση του ωαρίου στις προσπάθειες εξωσωματικής γονιμοποίησης. Διάφορες θεραπείες έχουν προταθεί (γλυκοκορτικοειδή, L-θυροξίνη), αλλά τα δεδομένα σχετικά με το όφελος που προσφέρουν είναι περιορισμένα.
Συμπερασματικά
Γενικός έλεγχος για δυσλειτουργία του θυρεοειδούς δε συνιστάται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αλλά οι υπογόνιμες γυναίκες που περιμένουν να υποβληθούν σε δαπανηρές θεραπείες αποτελούν εξαίρεση.
Όταν εντοπίζονται αυξημένα επίπεδα TSH, θα ήταν σκόπιμο να γίνει έλεγχος για αντιθυρεοειδικά αντισώματα, ενώ η θεραπεία με θυροξίνη θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τις γυναίκες με επίπεδα TSH εκτός των επιθυμητών ορίων που έχουν θετικά αντισώματα.