Ο πληθυσμός της Ελλάδας στο μικροσκόπιο…

Έχετε ακούσει τη φράση “υγιής και ενεργός γήρανση”;

Η ενεργός γήρανση έχει σχέση με την αύξηση του εργατικού πληθυσμού. Στη χώρα μας εξαιτίας της γήρανσης έχει αρχίσει να μειώνεται αυτός ο πληθυσμός ήδη από το 2010. Τη συγκεκριμένη χρονιά καταγράφηκαν 114.766 γεννήσεις έναντι 109.084 θανάτων, ενώ δέκα χρόνια αργότερα καταγράφηκαν 84.717 γεννήσεις έναντι 131.084 θανάτων. Στην Ελλάδα ο ρυθμός αναπαραγωγής είναι ο χαμηλότερος στην Ευρώπη.

Στο πλαίσιο εκδήλωσης για το δημογραφικό, την υπογεννητικότητα και τη γήρανση του πληθυσμού που διοργάνωσε ο Ιατρικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης, ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς και επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας της επικείμενης μελέτης για το θέμα “της υγιούς και ενεργούς γήρανσης στην Ελλάδα”, Μιλτιάδης Νεκτάριος, επισήμανε: “Τώρα υπάρχει ανάγκη να δουλέψουν και οι μεγαλύτεροι -όσοι μπορούν φυσικά- διότι τους χρειαζόμαστε κι όσο περνάνε οι δεκαετίες αυτό θα γίνεται ακόμη πιο επείγον”. Υπογράμμισε μάλιστα ότι η πρόσφατη ρύθμιση που έκανε η κυβέρνηση για την εργασία και φορολογία των συνταξιούχων θα συμβάλλει προς αυτή την κατεύθυνση εφόσον ανταποκριθεί και η πλευρά της εργοδοσίας. Επιπρόσθετα, αναφερόμενος στις μικρότερες ηλικίες τόνισε ότι θα πρέπει να κινητοποιήσουμε τους νέους κάτω των 25 ετών -όπου είμαστε στα χαμηλότερα ποσοστά σε όλη την Ευρώπη.

Η περίπτωση της Κίνας
Μπορεί να φαντάζει περίεργο όμως η Κίνα αντιμετωπίζει πρόβλημα γήρανσης του πληθυσμού της. Οι λόγοι εδώ είναι η μείωση της θνησιμότητας, καθώς η ιατρική έχει κάνει άλματα στον δυτικό κόσμο, οι καλύτερες συνθήκες υγιεινής και η βελτίωση της διατροφής. Το προσδόκιμο ζωής έχει αυξηθεί σημαντικά, αρκεί να αναλογιστούμε ότι στις αρχές του 20ου αιώνα οι άνθρωποι ζούσαν περίπου 40 χρόνια!

Ο ρόλος της μετανάστευσης
“Η μετανάστευση είναι σοβαρό εργαλείο και επειδή χρειαζόμαστε ξένο εργατικό δυναμικό πρέπει να σοβαρευτούμε κι εμείς και κυρίως η Ευρωπαϊκή Ένωση και να δρομολογήσουμε πολύ συγκεκριμένες ενέργειες” είπε ο κ Νεκτάριος, ο οποίος εξήγησε ότι πρέπει να επιλέξουμε εμείς το προσωπικό της χώρας με κανόνες και κριτήρια. Επίσης, τόνισε πως θα πρέπει να υπάρξει μια συστηματική μέθοδος, αναλογιζόμενοι και τις γεωπολιτικές εξελίξεις των επόμενων τριάντα χρόνων.

Πίσω στο 1940…
Η διευθύντρια ερευνών της διαΝΕΟσις Φαίη Μακαντάση ανέφερε ότι το δημογραφικό έχει τις ρίζες του σε παλαιότερες γενιές, δεδομένου ότι από το 1940 έχουμε μειώσεις στους δείκτες γονιμότητας. “Αν δεν αλλάξουν οι σημερινές συνθήκες και οι βασικοί παράγοντες του προβλήματος τότε, όπως επισημαίνουν οι μελετητές, θα κάνουμε λόγο για μείωση του πληθυσμού στην Ελλάδα στο μισό. Την ίδια ώρα, από τα τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης ως σήμερα έχουν φύγει από την Ελλάδα χιλιάδες εργαζόμενοι και μάλιστα υψηλού μορφωτικού επιπέδου”.

Σήμερα…
Πλέον οι Ελληνίδες αποκτούν το πρώτο παιδί τους κατά μέσο όρο στην ηλικία των 30,3 ετών και σχεδόν μία στις τρεις γεννήσεις στην Ελλάδα πραγματοποιείται από γυναίκες ηλικίας 30-34 ετών. Ακόμη, μία στις τέσσερις από γυναίκες ηλικίας 35-39 ετών. “Στην Ελλάδα, δε, εμφανίζεται και ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά πρώτων γεννήσεων από μητέρες ηλικίας άνω των 40 στην Ευρώπη (5,3%). Αυτή η αναβολή της τεκνοποίησης και της απόκτησης του πρώτου παιδιού πολύ φυσιολογικά μειώνει τις πιθανότητες απόκτησης και δεύτερου ή τρίτου παιδιού. Οι μονογονεϊκές οικογένειες αυξάνονται και όλο και περισσότερες γυναίκες αποφασίζουν να μην κάνουν καθόλου παιδιά” πρόσθεσε η κα Μακαντάση.

Το παράδειγμα της Γαλλίας και της Σουηδίας
Αν και θεωρούμε ότι οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες σε ένα κράτος είναι ο βασικότερος λόγος του προβλήματος, παρατηρούμε ότι υπάρχουν ευημερούσες οικονομίες που παρουσιάζουν υπογεννητικότητα. Χώρες όπως η Σουηδία και η Γαλλία, που έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο στους δείκτες γονιμότητας, έλαβαν γενναία μέτρα κοινωνικής, επαγγελματικής και οικονομικής υποστήριξης των νέων ζευγαριών. Ειδικότερα, στη Γαλλία εφαρμόστηκαν μέτρα όπως η ευέλικτη άδεια για τους γονείς, που μπορεί να είναι από μερικής απασχόλησης μέχρι και πλήρης τριετής άδεια, με τον εργοδότη να μην πληρώνει τίποτα, και το κράτος να χορηγεί ένα επίδομα (35% του κατώτατου μισθού για όσους επιλέγουν τριετή άδεια – περίπου 350 ευρώ τον μήνα).