Το “jamais vu” και τα παιχνίδια της μνήμης

Για το déjà vu όχι απλώς έχετε ακούσει αλλά το έχετε βιώσει… Τι συμβαίνει όμως με το jamais vu;

Το déjà vu είναι το φαινόμενο κατά το οποίο θυμόμαστε πως έχουμε δει κάτι που όμως δεν το έχουμε ξαναβιώσει. Η φράση προέρχεται από τη γαλλική γλώσσα και σημαίνει «έχω ήδη δει». Υπάρχουν δύο δημοφιλείς θεωρίες που εξηγούν γιατί είναι πιθανό να μας συμβαίνει: Σύμφωνα με την πρώτη είναι μια απλή ανωμαλία της μνήμης ενός ατόμου. Όταν έχουμε μία déjà vu εμπειρία, ο εγκέφαλός μας έχει αποθηκεύσει γεγονότα στη μνήμη πριν το συνειδητό τμήμα του εγκεφάλου τα επεξεργαστεί.
Πάμε τώρα στην άλλη θεωρία: Το déjà vu έχει να κάνει με τα μάτια! Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία το ένα μάτι μπορεί να καταγράψει αυτό που βλέπει λίγο πιο γρήγορα από το άλλο. Έτσι δημιουργείται η αίσθηση της λεγόμενης ισχυρής ανάμνησης στην «ίδια» σκηνή που βλέπει με μικρή καθυστέρηση το άλλο μάτι, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η αίσθηση του déjà vu.

Τι επιστημονικό update
Πρόσφατη έρευνα διαπίστωσε ότι το déjà vu προκύπτει όταν το τμήμα του εγκεφάλου που ανιχνεύει την εξοικείωση αποσυγχρονίζεται με την πραγματικότητα. Δηλαδή, το déjà vu είναι το καμπανάκι που μας προειδοποιεί για αυτό το παράξενο: είναι ένας τύπος “ελέγχου των δεδομένων” για το σύστημα μνήμης.

Moi… jamais!
Εδώ έχουμε να κάνουμε με το ”δεν έχω δει ποτέ”. Πρόκειται για την αίσθηση/ εμπειρία κατά την οποία ένα πρόσωπο αναγνωρίζει μια κατάσταση, ωστόσο εξακολουθεί να του φαίνεται εντελώς άγνωστη. Μπορεί για παράδειγμα να μην αναγνωρίζει μια λέξη ή ένα πρόσωπο. Σας έχει συμβεί ποτέ να κοιτάξετε ένα οικείο σας πρόσωπο και να σας φανεί ξαφνικά πολύ διαφορετικό ή ακόμα και άγνωστο; Το jamais vu είναι πολύ πιο σπάνιο από το déjà vu. Όταν ζητήθηκε από ανθρώπους να το περιγράψουν, σε πλαίσιο μελέτης, σε ερωτηματολόγια σχετικά με εμπειρίες στην καθημερινή ζωή, το περιέγραψαν όπως: «Όταν γράφω στις εξετάσεις μου, γράφω σωστά μια λέξη όπως «όρεξη», αλλά συνεχίζω κοιτάζω τη λέξη ξανά και ξανά γιατί έχω δεύτερη σκέψη ότι μπορεί να είναι λάθος».

Σε πρόσφατη έρευνα των Akira O’Connor (Ανώτερος Λέκτορας Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο του St Andrews) και Christopher Moulin (Καθηγητής Γνωστικής Νευροψυχολογίας, Πανεπιστήμιο Grenoble Alpes) που απέσπασε ένα βραβείο Ig Nobel λογοτεχνίας, ερευνήθηκε ο μηχανισμός πίσω από αυτό το φαινόμενο.

Το πρώτο πείραμα
Στο πρώτο πείραμα, 94 προπτυχιακοί φοιτητές περνούσαν τον χρόνο τους γράφοντας συνεχώς την ίδια λέξη. Έκαναν αυτή τη διαδικασία με δώδεκα διαφορετικές λέξεις. Κάποιες ήταν συνηθισμένες και κάποιες όχι και τόσο. Οι ερευνητές ζήτησαν από τους συμμετέχοντες να αντιγράψουν τη λέξη όσο πιο γρήγορα μπορούσαν αλλά τους είπαν ότι τους επέτρεπαν να σταματήσουν και τους έδωσαν μερικούς λόγους για τους οποίους μπορεί να σταματήσουν.

Η διακοπή επειδή τα πράγματα άρχισαν να φαίνονται περίεργα ήταν η πιο κοινή επιλογή, με περίπου το 70% των συμμετεχόντων να σταματάει τουλάχιστον μία φορά με την αιτιολογία ότι αισθάνθηκε κάτι που ορίστηκε ως jamais vu. Αυτό συνέβαινε συνήθως μετά από περίπου ένα λεπτό και πιο συχνά για γνωστές λέξεις.

Το δεύτερο πείραμα
Εδώ χρησιμοποιήθηκε μόνο η λέξη «το», υπολογίζοντας ότι ήταν η πιο κοινή. Το 55% των συμμετεχόντων σταμάτησε να γράφει για λόγους που σχετίζονται με τον ορισμό για το jamais vu.
Οι συμμετέχοντες περιέγραψαν τις εμπειρίες τους ως κυμαινόμενες από “Χάνουν το νόημά τους όσο περισσότερο τις κοιτάς” έως “Έμοιαζαν να χάνουν τον έλεγχο του χεριού” και “δεν φαίνεται σωστό, σχεδόν μοιάζει σαν να μην είναι στην πραγματικότητα μια λέξη αλλά κάποιος με εξαπάτησε να σκέφτομαι ότι είναι».
Οι δύο ερευνητές χρειάστηκαν περίπου 15 χρόνια για να δημοσιεύσουν αυτό το επιστημονικό έργο. «Το Jamais vu είναι ένα μήνυμα προς εσάς ότι κάτι έχει γίνει πολύ αυτόματο, πολύ ρέον, πολύ επαναλαμβανόμενο. Μας βοηθά να «βγούμε απότομα» από την τρέχουσα επεξεργασία μας και η αίσθηση της μη πραγματικότητας είναι στην πραγματικότητα ένας έλεγχος πραγματικότητας» εξηγούν οι δύο ερευνητές. Όπως επισημαίνουν «μόλις αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε το jamais vu. Ο κύριος επιστημονικός απολογισμός είναι ο «κορεσμός».