Μάρτιος – Μήνας Ευαισθητοποίησης για την Ενδομητρίωση


Γράφει η Δρ. Μαρία Οικονόμου

Η ενδομητρίωση είναι μια πάθηση κατά την οποία ιστός παρόμοιος με αυτόν που καλύπτει το εσωτερικό της μήτρας (ενδομήτριο) αναπτύσσεται έξω από τη μήτρα. Η ακριβής αιτία της ενδομητρίωσης δεν είναι πλήρως κατανοητή, αλλά σύμφωνα με αρκετές θεωρίες είναι πιθανό να οφείλεται σε έναν συνδυασμό γενετικών, ορμονικών, ανοσολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.

Η νόσος μπορεί να αναπτυχθεί σε διάφορες θέσεις μέσα στην κοιλιά, κυρίως στην πύελο, όπως οι ωοθήκες, οι σάλπιγγες, η μήτρα, η ουροδόχος κύστη, το έντερο, οι ουρητήρες, τα νεφρά και τα νεύρα της πυέλου, αλλά μπορεί επίσης να αναπτυχθεί και σε οποιοδήποτε άλλο όργανο του σώματος όπως ο θώρακας, σε σπάνιες περιπτώσεις.

Ορισμένοι βασικοί παράγοντες και θεωρίες που σχετίζονται με την ανάπτυξη ενδομητρίωσης:

1. Ανάδρομη έμμηνος ρύση: Μια ευρέως αποδεκτή θεωρία, όπου το αίμα της περιόδου ρέει προς τα πίσω στην κοιλιακή κοιλότητα μέσω των σαλπίγγων αντί να βγαίνει μέσα από τη μήτρα. Αυτά τα κύτταρα μπορούν στη συνέχεια να προσκολληθούν σε όργανα και επιφάνειες της πυέλου όπως η ωοθήκη, οδηγώντας στην ανάπτυξη ενδομητρίωσης.

2. Γενετική: Εάν μια γυναίκα έχει μια συγγενή (μητέρα, αδερφή) με ενδομητρίωση, ο κίνδυνος να αναπτύξει την πάθηση μπορεί να είναι υψηλότερος.

3. Δυσλειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος: Προβλήματα με το ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να συμβάλλουν στην ανάπτυξη ενδομητρίωσης. Κανονικά, το ανοσοποιητικό σύστημα θα πρέπει να αναγνωρίζει και να εξαλείφει τα «λάθος» τοποθετημένα ενδομήτρια
κύτταρα, αλλά σε άτομα με ενδομητρίωση, η ανοσολογική απόκριση μπορεί να είναι μειωμένη.

4. Ορμονικοί Παράγοντες: Οι ορμόνες, ιδιαίτερα τα οιστρογόνα, παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και την αποβολή του ενδομήτριου ιστού. Η ενδομητρίωση τείνει να ανταποκρίνεται σε ορμονικές διακυμάνσεις και τα οιστρογόνα μπορεί να διεγείρουν την
ανάπτυξη των εστιών ενδομητρίωσης.

5. Λεμφική ή Αγγειακή εξάπλωση: Θεωρείται ότι τα κύτταρα του ενδομητρίου μπορεί να ταξιδέψουν μέσω της κυκλοφορίας του αίματος ή του λεμφικού συστήματος και να φτάσουν σε μακρινά μέρη του σώματος, όπου μπορούν να εμφυτευθούν και να αναπτυχθούν.

6. Περιβαλλοντικοί παράγοντες: Πιθανολογείται ότι η έκθεση σε ορισμένες περιβαλλοντικές και χημικές ουσίες μπορεί να σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο ενδομητρίωσης. Ωστόσο, απαιτείται περισσότερη έρευνα για να δημιουργηθούν σαφείς δεσμοί.

7. Χειρουργικές ουλές: Προηγούμενες χειρουργικές επεμβάσεις, όπως η καισαρική τομή ή η υστερεκτομή και η κυστεκτομή μπορεί να συμβάλλουν στην ανάπτυξη ενδομητρίωσης σε ορισμένες περιπτώσεις.

8. Αυτοάνοσοι Παράγοντες: Μερικοί ερευνητές διερευνούν τον ρόλο των αυτοάνοσων παραγόντων στην ανάπτυξη της ενδομητρίωσης. Οι αυτοάνοσες αποκρίσεις μπορεί να συμβάλλουν στη φλεγμονή και στον σχηματισμό ενδομητριωσικών βλαβών.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ενώ αυτοί οι παράγοντες σχετίζονται με την ενδομητρίωση, η πάθηση μπορεί να εμφανιστεί και απουσία ορισμένων ή όλων αυτών των παραγόντων. Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων και η έκταση της νόσου μπορεί να ποικίλλει ευρέως μεταξύ των ατόμων με ενδομητρίωση.

Δυστυχώς η ενδομητρίωση είναι μια πάθηση που διαγιγνώσκεται δύσκολα, και ιδιαιτέρως στο παρελθόν οι γυναίκες που έπασχαν έπρεπε να ζουν με πόνο, πράγμα το οποίο τις επηρέαζε στην καθημερινότητά τους, στην προσωπική τους ζωή και στη σωματική τους υγεία. Πλέον γνωρίζουμε τα κυριότερα συμπτώματα και σημεία και, μέσω απεικονιστικών μεθόδων όπως το διακολπικό υπερηχογράφημα και η μαγνητική τομογραφία, μπορούμε να διαγνώσουμε και να θεραπεύσουμε τις ασθενείς, δίνοντάς τους την ευκαιρία να ζήσουν χωρίς πόνο και χωρίς τις ανεπιθύμητες επιπτώσεις της ενδομητρίωσης στη γονιμότητά τους.

Συμπτώματα
– Πόνος τις ημέρες τις περιόδου ο οποίος δεν υποχωρεί με απλά παυσίπονα
– Πόνος κατά τη σεξουαλική επαφή
– Πόνος κατά την ούρηση ή την αφόδευση
– Διαταραχές κενώσεων ή αίμα στα κόπρανα
– Αιμορραγία τις ημέρες της περιόδου
– Υπογονιμότητα

Ενδομητρίωση και υπογονιμότητα
Η ενδομητρίωση μπορεί να συμβάλλει στην υπογονιμότητα μέσω πολλών μηχανισμών και η σχέση μεταξύ ενδομητρίωσης και υπογονιμότητας είναι πολύπλοκη. Η ενδομητρίωση είναι πλέον γνωστό ότι μπορεί να προκαλέσει φλεγμονή, ουλές και συμφύσεις, οδηγώντας σε διάφορα ζητήματα που σχετίζονται με τη γονιμότητα. Ακολουθούν ορισμένοι τρόποι με τους
οποίους η ενδομητρίωση μπορεί να επηρεάσει τη γονιμότητα:

1. Η ενδομητρίωση μπορεί να προκαλέσει τον σχηματισμό συμφύσεων (ζώνες ουλώδους ιστού) στην πυελική κοιλότητα. Αυτές οι συμφύσεις μπορεί να παραμορφώσουν τη φυσιολογική ανατομία της πυέλου, επηρεάζοντας τη λειτουργία των αναπαραγωγικών οργάνων, συμπεριλαμβανομένων των σαλπίγγων και των ωοθηκών. Η παραμορφωμένη ανατομία της πυέλου μπορεί να παρεμποδίσει τη σωστή μεταφορά των ωαρίων από τις ωοθήκες στη μήτρα κυρίως λόγω βλάβης στις σάλπιγγες.

2. Η ενδομητρίωση σχετίζεται με χρόνια φλεγμονή στην πυελική κοιλότητα. Το φλεγμονώδες περιβάλλον μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ποιότητα των ωαρίων, του σπέρματος και των εμβρύων, καθιστώντας πιο δύσκολη τη γονιμοποίηση και την εμφύτευση.

3. Αλλαγές στο περιβάλλον της μήτρας: Οι βλάβες της ενδομητρίωσης μπορεί να επηρεάσουν την επένδυση της μήτρας, οδηγώντας σε αλλοιώσεις στην ενδομήτρια δεκτικότητα. Αυτό μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα ενός γονιμοποιημένου ωαρίου να εμφυτεύεται με επιτυχία στη μήτρα.

4. Ορμονικές ανισορροπίες: Η ενδομητρίωση επηρεάζεται από ορμονικές αλλαγές, ιδιαίτερα από τα οιστρογόνα. Οι ορμονικές ανισορροπίες που σχετίζονται με την ενδομητρίωση μπορεί να διαταράξουν τον κανονικό εμμηνορροϊκό κύκλο και την ωορρηξία, μειώνοντας τις πιθανότητες σύλληψης.

5. Μείωση του ωοθηκικού αποθέματος και κατάληψη του υγιή ωοθηκικού ιστού από κύστεις ενδομητρίωσης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ανάπτυξη κύστεων ενδομητρίωσης στις ωοθήκες είναι ένα σύνθετο πρόβλημα καθώς η μη αντιμετώπισή τους μπορεί να προκαλέσει υπογονιμότητα και μείωση του ωοθηκικού αποθέματος. Από την άλλη πλευρά, η χειρουργική αντιμετώπισή τους από ένα γιατρό χωρίς εξειδικευμένη γνώση της νόσου μπορεί να προκαλέσει καταστροφή υγιούς
ωοθηκικού ιστού και κατ’ επέκταση υπογονιμότητα λόγω του χειρουργείου.

Είναι, λοιπόν, ζωτικής σημασία πριν ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση για χειρουργική αντιμετώπιση της νόσου, η ασθενής να συμβουλευθεί έναν ειδικό γονιμότητας ώστε να συζητήσει ποια είναι η καταλληλότερη μέθοδος αντιμετώπισης της κατάστασής της.

Συστήνεται ακόμα, σε ασθενείς οι οποίες δεν ενδιαφέρονται στο άμεσο μέλλον για τεκνοποίηση, να αξιολογούνται οι ωοθήκες και το ωοθηκικό τους απόθεμα μέσω υπερήχου και μέτρησης της Αντι-Μυλλερίου Ορμόνης (ΑΜΗ) και να συζητείται η κατάψυξη ωαρίων ώστε να διατηρηθεί η γονιμότητά τους. Είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι η ενδομητρίωση μπορεί να μειώσει το ωοθηκικό απόθεμα στο μέλλον.
Πέρα από αυτές τις πιθανές προκλήσεις, πολλές γυναίκες με ενδομητρίωση μπορούν ακόμα να συλλάβουν φυσικά. Ωστόσο, για όσες αντιμετωπίζουν δυσκολίες, συνιστώνται θεραπείες γονιμότητας όπως η εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF). Η εξωσωματική γονιμοποίηση περιλαμβάνει την ανάκτηση ωαρίων από τις ωοθήκες, τη γονιμοποίησή τους με σπέρμα σε εργαστήριο και τη μεταφορά των εμβρύων στη μήτρα.
Είναι σημαντικό για γυναίκες με ενδομητρίωση που προσπαθούν να συλλάβουν να αναζητήσουν την καθοδήγηση ενός ειδικού γονιμότητας ώστε να γίνει μια ενδελεχής αξιολόγηση, να συζητηθούν οι επιλογές θεραπείας και να αναπτυχθεί ένα εξατομικευμένο σχέδιο για τη βελτιστοποίηση των πιθανοτήτων σύλληψης.

Διάγνωση και Αντιμετώπιση
Η θεραπεία που επιλέγεται κάθε φορά είναι εξατομικευμένη και διαφοροποιείται ανάλογα με τα συμπτώματα, την ηλικία και την επιθυμία της γυναίκας για τεκνοποίηση.

1. Κλινική εξέταση
2. Απεικονιστικές εξετάσεις: Διακολπικό Υπερηχογράφημα ή/και Μαγνητική Τομογραφία
3. Διαγνωστική Λαπαροσκόπηση σε περιπτώσεις απουσίας ευρημάτων στις ανωτέρω απεικονίσεις και επί επιμονής των συμπτωμάτων. Έτσι μπορεί να εξεταστεί η έκταση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της νόσου και να ληφθεί απόφαση για θεραπείας στο ίδιο χειρουργείο.

Ανάλογα με τα ευρήματα, η θεραπευτική αγωγή για την ενδομητρίωση μπορεί να περιλαμβάνει λήψη φαρμακευτικής αγωγής και λαπαροσκόπηση με στόχο την αφαίρεση όλων των εστιών – όζων ενδομητρίωσης. Ιδιαίτερη σημασία στην επιλογή της κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής έχουν οι ιδιαιτερότητες της ασθενούς όπως η ηλικία, το ιατρικό ιστορικό της ασθένειας, η πιθανότητα εγκυμοσύνης και η επιθυμία τεκνοποίησης στο μέλλον.

 

info

Η Δρ. Μαρία Δ. Οικονόμου είναι Μαιευτήρας – Χειρουργός – Γυναικολόγος, με εξειδίκευση στη Γυναικολογική Ενδοκρινολογία, την Εμμηνόπαυση και την Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή ενώ κατέχει Δίπλωμα Εξειδίκευσης στη Λαπαροσκοπική και Ενδοσκοπική Χειρουργική από το Βασιλικό Κολλέγιο Μαιευτήρων Γυναικολόγων του Ηνωμένου Βασιλείου.
Θήλυ Clinic