Η Billie Vee (Βασιλική Βλάχου) είναι η σεναριογράφος και η πρωταγωνίστρια του βρετανικού θρίλερ«Το Κάλεσμα του σπουργιτιού», που χάρισε στον Τιμ Κεντ το βραβείο του Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη στο London Independent Film Festival. Αυτή την εβδομάδα η ταινία της έχει πρεμιέρα στις ελληνικές αίθουσες και εμείς μιλήσαμε μαζί της για το σινεμά, το Λονδίνο, αλλά και τα μεγάλα όνειρα που γίνονται πραγματικότητα.
Καταρχάς, Βασιλική, ας ξεκινήσουμε με το πώς βρέθηκες στο Λονδίνο και πώς απέκτησες το όνομα Billie Vee;
Έφυγα για το Λονδίνο με αφορμή ένα μεταπτυχιακό, έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές μου στο Θέατρο Τέχνης και στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών στο ΕΚΠΑ. Εγκατέλειψα το μεταπτυχιακό, γιατί δεν ανταποκρινόταν σε αυτό που ήθελα, δηλαδή στο πρακτικό μέρος, και αποφάσισα να μείνω για να εξελίξω τις υποκριτικές μου δεξιότητες, παίζοντας σε αγγλικές παραγωγές, αλλά και να αποκτήσω την εμπειρία του να ζεις στο εξωτερικό. Όταν όμως άρχισα να δημιουργώ και τις δικές μου δουλειές, έβαλα ως στόχο την πραγματοποίηση μιας μεγάλου μήκους ταινίας. Στόχος που πήρε πολλά χρόνια για να πραγματοποιηθεί, αλλά δεν θα μπορούσε να με κάνει πιο χαρούμενη η υλοποίησή του.
Το Billie ήταν το παρατσούκλι μου, όσο ήμουν φοιτήτρια στην Ελλάδα. Αποφάσισα να το υιοθετήσω στο Λονδίνο γιατί -εκτός ότι μου άρεσε- δεν ήθελα να μου κόβουν, όπως συνηθίζουν με όλα τα ονόματα οι Άγγλοι, το “Βασιλική”. Όσο για το “Vee” προέκυψε, γιατί ένας Άγγλος φίλος αδυνατούσε να προφέρει το ελληνικό μου επίθετο και με φώναζε “Ms V”. Το βρήκα πολύ εύηχο και το υιοθέτησα: Billie Vee.
Πόσο δύσκολο ήταν για μια Ελληνίδα να δει το σενάριό της να γίνεται ταινία στη Βρετανία;
Ήταν ένας πολυετής αγώνας με πολλές δυσκολίες και το γεγονός ότι βρισκόμουν σε μια ξένη χώρα το πολλαπλασίαζε. Άρχισα να γράφω το σενάριο το 2014, για να το δω να είναι μια ολοκληρωμένη ταινία το 2023. Η χρηματοδότηση, αλλά και η πανδημία αποτέλεσαν τα μεγαλύτερα εμπόδια αυτής της πορείας.
Τι πραγματεύεται το «Κάλεσμα του σπουργιτιού»;
Είναι ένα ανατρεπτικό θρίλερ/δράμα, που πραγματεύεται την αντισυμβατική σχέση του Μάικ, ενός Άγγλου οικογενειάρχη, λέκτορα φιλοσοφίας και της Βαλ, μετανάστριας ερωμένης του, που δουλεύει ως χορεύτρια σε μαγαζιά της νύχτας. Η σχέση τους παίρνει μια σκοτεινή τροπή, θέτοντας τον γάμο και την καριέρα του Μάικ σε κίνδυνο. Είναι μια ιστορία, που ακροβατεί μεταξύ εκδίκησης και συγχώρεσης, ενώ θέτει ερωτήματα περί ηθικής και εκμετάλλευσης, αμφισβητώντας τα κοινωνικά στερεότυπα.
Πώς προέκυψε η ιδέα και σε ποιο είδος θα την κατέτασσες εσύ;
Η ιδέα της ταινίας ξεκίνησε από ένα αληθινό περιστατικό, που συνέβη όταν ήμουν παιδί στο χωριό του πατέρα μου, στην Ήπειρο και έχει να κάνει με ένα… σπουργίτι. Το γεγονός αυτό με στιγμάτισε ως παιδί και πάντα είχα στο μυαλό μου ότι εάν ποτέ έκανα μια μεγάλου μήκους ταινία, με κάποιο τρόπο θα το ενσωμάτωνα. Η ιστορία του σπουργιτιού υπάρχει λοιπόν στην ταινία, ενέπνευσε τον τίτλο της και είναι το μοναδικό αυτοβιογραφικό στοιχείο της. Η κεντρική πλοκή της ταινίας είναι μεν μυθοπλασία, αλλά προέκυψε από την ανάγκη μου να παρουσιάσω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ξένος, που θέλει να πετύχει στο Λονδίνο. Η ταινία είναι ένας συνδυασμός θρίλερ με δράμα, ενώ έντονο είναι και το στοιχείο του χιούμορ.
Οι ήρωές σου προέρχονται από εντελώς διαφορετικά περιβάλλοντα. Γι’ αυτό η σχέση τους καταλήγει μοιραία; Οι ανισότητες είναι τελικά το «θρίλερ» των σύγχρονων κοινωνιών;
Οι ανισότητες ανέκαθεν υπήρχαν στην κοινωνία και συνεχίζουν να υπάρχουν σε κάπως πιο ήπιο, ή μάλλον συγκαλυμμένο βαθμό και στην εποχή μας, εποχή της πολιτικής ορθότητας. Δεν ξέρω εάν θα τις χαρακτήριζα ως «θρίλερ», αλλά σίγουρα αν φτάσουν στα άκρα, έχουν τραγικές συνέπειες.
Η ταινία έχει μια σχέση με τη φιλοσοφία. Τι σε ώθησε σε αυτό;
Η φιλοσοφία είναι βαθιά ριζωμένη στην ανθρώπινη φύση μας, αλλά και στην κουλτούρα μας ως Έλληνες. Προσωπικά μου άρεσε ανέκαθεν να διαβάζω αποσπάσματα φιλοσόφων. Θέλοντας, λοιπόν, να δείξω την κοινωνική διαφορά μεταξύ των δύο ηρώων μας, επέλεξα να κάνω τον Μάικ λέκτορα της φιλοσοφίας και τη Βαλ χορεύτρια της νύχτας.
Τι σημαίνει για σένα γυναικεία χειραφέτηση;
Ξεκινώντας από την ετυμολογία της λέξης “χέρι” και “αφήνω”, θα έλεγα ότι είναι το δικαίωμα της γυναίκας να είναι αυτόνομη, κύρια της τύχης της, ανεξάρτητη. Ενώ ιστορικά έχει γίνει μεγάλος αγώνας για τη χειραφέτηση της γυναίκας, ακόμα στην εποχή μας η ισότητα των φύλων στον χώρο της εργασίας και όχι μόνο, δεν έχει κατακτηθεί.
Πάντα όμως υπάρχει και η Ελλάδα στην ταινία. Έχεις αυτή την ανάγκη σύνδεσης;
Φυσικά, έστω κι εάν γίνεται με διακριτικό τρόπο. Η ηρωίδα που ενσαρκώνω, η Βαλ είναι Ελληνίδα. Απλώς, η εθνικότητά της παραμένει συνειδητά αόριστη, γιατί ήθελα να εκπροσωπεί μια οποιαδήποτε μετανάστρια. Ωστόσο, οι Έλληνες θεατές φυσικά θα καταλάβουν την καταγωγή της, βλέποντας την ταινία.
Επέλεξες να κρατήσεις και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Πώς ήταν αυτή η διπλή ιδιότητα σεναριογράφου-ηθοποιού;
Το έχω ξανακάνει με μικρού μήκους ταινίες. Έχω μάθει να διαχωρίζω τις δύο αυτές ιδιότητές μου. Όταν παίζω, λειτουργώ μόνο ως ηθοποιός. Μαθαίνω τα λόγια μου, χωρίς να σκέφτομαι ότι εγώ τα έχω γράψει. Ως σεναριογράφος, ξεχνώ ότι είμαι ηθοποιός και βλέπω το έργο στο σύνολό του.