Αλέξανδρε Μπαλαμώτη, γιατί θυμόμαστε ακόμα τον Νίκο Κοεμτζή;

Ο Αλέξανδρος Μπαλαμώτης ετοιμάζεται για την πρεμιέρα της παράστασης  «Η τελευταία απολογία του Νίκου Κοεμτζή» του Βαγγέλη Γέττου, που θα ανέβει στο θέατρο Σταθμός στις 23 Σεπτεμβρίου, και μας εξηγεί τι τον τράβηξε στην ιστορία του ανθρώπου που σκότωσε τρεις «για ένα ζεϊμπέκικο», μια νύχτα του 1973 στην πίστα του λαϊκού κέντρου Νεράιδα.

Γιατί αποφάσισες να ασχοληθείς με την περίπτωση του Νίκου Κοεμτζή;

Η αλήθεια είναι πως το έργο  «Η Τελευταία Απολογία του Νίκου Κοεμτζή» ήρθε και με βρήκε. Μου έγινε η πρόταση να το σκηνοθετήσω από τον Μάρκο Γέττο, έναν εξαιρετικό ηθοποιό. Διάβασα το κείμενο, το βρήκα πολύ δυνατό, και φυσικά δέχτηκα την πρόταση. Είναι ένα κείμενο, που όσο περισσότερο δούλευα πάνω σε αυτό, αρχικά μόνος και μετά στις πρόβες, τόσο περισσότερο το αγαπούσα. Το ζήτημά του αφορά όλους τους Έλληνες σε ένα βαθύ μας κομμάτι.

Σε τι αναφέρεται η «Τελευταία απολογία»; Είναι μια ακριβής βιογραφία, περιλαμβάνει κομμάτια από κείμενα του ίδιου, ή εμπεριέχονται και στοιχεία μυθοπλασίας;

Το κείμενο του συγγραφέα Βαγγέλη Γέττου, με τη βοήθεια του επιστημονικού ερευνητή Φώτη Παλαμιώτη, βασίζεται σε ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα. Από όσο γνωρίζω, η έρευνα που έγινε ήταν ενδελεχής και πολύ ουσιαστική. Έχει στοιχεία μυθοπλασίας, αλλά τα βιογραφικά στοιχεία, που αναφέρονται στη ζωή του Νίκου Κοεμτζή, πριν από το περιβόητο έγκλημα την 25η Φεβρουαρίου 1973, είναι όλα αληθινά.

Κατά τη δική σου γνώμη, τι προκάλεσε τελικά αυτή την περιβόητη «παραγγελιά» και το έγκλημα που ακολούθησε;

Η απάντηση σε αυτή την πολύ καίρια ερώτηση δίνεται από το κείμενο και από την παράστασή μας. Το μόνο σίγουρο είναι πως το έγκλημα δεν έγινε για μία παραγγελιά. Είναι ένα έγκλημα που ξεκίνησε να δημιουργείται σχεδόν από τη γέννηση του Νίκου Κοεμτζή. Τα υπόλοιπα σας προσκαλώ να έρθετε να τα δείτε στην παράστασή μας.

Γιατί, ενώ ξεχνάμε τόσο εύκολα, αυτή η ιστορία έχει μείνει  στη μνήμη όλης της Ελλάδας;

Είναι μία από τις ερωτήσεις που μου δημιουργήθηκε εξαρχής, όταν καταπιάστηκα με το κείμενο αυτό και με την έρευνα για τη ζωή του Νίκου Κοεμτζή. Και για να πω την αλήθεια μου με φοβίζει πάρα πολύ αυτό ακριβώς το γεγονός. Το ότι τα εγκλήματα της χρονιάς που πέρασε τα έχουμε σχεδόν ξεχάσει όλα. Από την άλλη, το συγκεκριμένο έγκλημα πέρασε πολύ γρήγορα στο σύμπαν της τέχνης μέσα από το τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου και την ταινία «Η Παραγγελιά» του Παύλου Τάσιου. Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός της αποφυλάκισής του μετά από 23 χρόνια και της πλήρους αναμόρφωσης, που ο ίδιος έκανε στον εαυτό του, συνέβαλλαν στη δημιουργία ενός αστικού μύθου.

Γιατί να δούμε μια παράσταση για τη ζωή του Κοεμτζή σήμερα;

Γιατί η ιστορία του Νίκου Κοεμτζή μέχρι και πριν από το έγκλημα είναι η Ιστορία της Ελλάδας. Είναι ένα μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης Ιστορίας, που αρνούμαστε να συζητήσουμε με  ψυχραιμία, γιατί ακόμα και σήμερα μας επηρεάζει βαθιά. Είναι ένα ανοιχτό τραύμα, που πρέπει ενεργά να δουλέψουμε για να επουλωθεί. Η λήθη δεν πιστεύω πως είναι επιλογή, που θα μας οδηγήσει σε ένα καλύτερο αύριο ως χώρα.

Πόσο δύσκολο είναι να ζωντανέψετε επί σκηνής ένα πρόσωπο, που πολλοί από τους θεατές μπορεί και να το έχουν συναντήσει, στο Μοναστηράκι, ας πούμε, στον πάγκο του;

Αν κάναμε ταινία της ζωή του, θα ήταν πολύ πιο δύσκολο, καθώς έχουμε συνηθίσει σε βιογραφικές ταινίες μια σχεδόν μιμητική απεικόνιση του ρόλου. Ευτυχώς για μας, το θέατρο έχει μεγαλύτερη ελευθερία. Ναι, τον είχε γνωρίσει πάρα πολύς κόσμος, όταν πουλούσε την αυτοβιογραφία του, είτε έξω από τα δικαστήρια της Ευελπίδων, είτε στην πλατεία Μοναστηρακίου. Όχι, επίτρεψέ μου μία διόρθωση, τον είχε συναντήσει πάρα πολύς κόσμος, αλλά δεν τον είχε γνωρίσει όλος αυτός ο κόσμος. Αυτό είναι μία πληροφορία που βρήκαμε μέσα από την έρευνά μας. Ο Νίκος ανοιγόταν σε ελάχιστους ανθρώπους και πολύ σπάνια σε ανθρώπους στους οποίους επιθυμούσε να πουλήσει το βιβλίο του, για να μπορέσει να αγοράσει φαγητό εκείνη την ημέρα να φάει. Εμείς στην παράσταση δεν έχουμε αποπειραθεί να παρουσιάσουμε τον Νίκο ακριβώς όπως ήταν στη ζωή του. Η μελέτη μας και η σκηνική μας απόπειρα αφορά στην ψυχή του και στους λόγους που τον οδήγησαν στο έγκλημα.

Εσύ τον είχες συναντήσει ποτέ; Ποια εικόνα τελικά έχεις σχηματίσει γι’ αυτόν;

Όχι, δεν τον είχα συναντήσει, αν και πρέπει να είχα συνυπάρξει μαζί του στην πλατεία Μοναστηρακίου, ενώ αυτός πουλούσε τα βιβλία του, εκατοντάδες φορές από το 2002 που μετακόμισα στην Αθήνα μέχρι το 2011 που πέθανε. Όσο για τη γνώμη μου για αυτόν, έχω προσπαθήσει σε όλη τη διάρκεια της μελέτης μου και των προβών να κρατήσω μία ψύχραιμη απόσταση. Θεωρώ πως υπήρξε θύμα. Ένα θύμα που έγινε θύτης. Φαινόμενο πολύ συνηθισμένο στην εγκληματολογία. Πιστεύω πως πολύς κόσμος έχει την αίσθηση πως ο Νίκος υπήρξε θύμα, γιατί τον έχουν κρατήσει στη μνήμη τους με θετικό πρόσημο.

Αν ο Κοεμτζής έγραφε μια τελευταία απολογία, τι πιστεύεις ότι θα έλεγε;

Κατά κάποιον τρόπο έγραψε την απολογία του μέσω της αυτοβιογραφίας του. Επειδή όμως αγαπάω πάρα πολύ το θέατρο, πιστεύω πως ο Βαγγέλης Γέττος συντονίστηκε με τη φωνή του Νίκου και πραγματικά έγραψε την τελευταία απολογία του.