Η Ερμίνα Κυριαζή, ηθοποιός, σκηνοθέτης και καθηγήτρια υποκριτικής, κόρη του μεγάλου Κύπριου Βαρνάβα Κυριαζή, είναι μια σημαντική μεταγραφή στο ελληνικό θέατρο. Φέτος θα τη δούμε για δεύτερη χρονιά στην «Κασέτα» της Λούλας Αναγωστάκη, που παίζεται στο θέατρο Σταθμός, ενώ έχει σκηνοθετήσει τον μονόλογο «Τσιτάχ, η Μοναξιά του τερματοφύλακα» με τον Γιώργο Νινιό, αλλά και το πολυβραβευμένο «Γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη μαζί με τον Μάνο Καρατζογιάννη.
Ερμίνα, καταρχάς ας ξεκινήσουμε με μια μεγάλη απόφαση που πήρες πέρσι… Να επιστρέψεις στην Αθήνα από την Κύπρο μετά από χρόνια… Τι σου δημιούργησε αυτή την επιθυμία και πώς ήταν αυτός ο χρόνος για σένα;
Η ζωή μας είναι κύκλοι. Δεν ξέρω ακριβώς τι είναι οι «μεγάλες» ή οι «μικρές» αποφάσεις. Ξέρω μόνο πως όταν κλείνει ένας κύκλος, οφείλεις να το αποδέχεσαι, χωρίς «δράματα». Είναι όπως με τις σχέσεις. Είναι αδύνατο να παραμείνουν ίδιες στους κύκλους της ζωής. Για μένα η Αθήνα ήταν πάντα η «αφετηρία». Εδώ έζησα τα παιδικά μου χρόνια, εδώ εισχώρησα μικρό παιδάκι στη μαγεία του θεάτρου, εδώ ένιωθα σπίτι μου. Μην ξεχνάς ότι γεννήθηκα ακριβώς εν μέσω Τουρκικής εισβολής. Κατάγομαι από οικογένεια προσφύγων (και οι δύο μου γονείς είναι από την κατεχόμενη Αμμόχωστο). Άκουγα λοιπόν για το «σπίτι» μας, αλλά σπίτι δεν έβλεπα. Το αντίκρισα για πρώτη φορά πριν από τρία χρόνια που επισκέφτηκα την «πόλη φάντασμα”, την Αμμόχωστο. Το βάρος, που μπορεί να κουβαλάει αυτή η μνήμη, σε εξαναγκάζει να δημιουργήσεις το δικό σου «σπιτικό» υποσυνείδητα. Κάπως έτσι για μένα λειτούργησε η Αθήνα, σαν Εστία. Πουθενά τα πράγματα δεν είναι εύκολα, ειδικά όταν είσαι στον χώρο της τέχνης και προσπαθείς να επιβιώσεις από αυτόν. Ένας χρόνος δεν μπορεί να είναι ακέραια υπέροχος ή κακός. Εμπεριέχει θαυμάσιες εμπειρίες και λιγότερο καλές. Δεν παύει όμως να μας εξελίσσει, να μας μεταμορφώνει και να μας διδάσκει.
Τι σε κινητοποίησε να ανεβάσεις το «Τσιτάχ»; Η ερημιά του «τερματοφύλακα»;
Αυτό το έργο του Βασίλη Κατσικονούρη, προέκυψε σαν από δρομολογημένη του σύμπαντος απόφαση! Πριν το «Τσιτάχ,» σκηνοθέτησα στην Κύπρο το «Καγκουρώ» του Βασίλη, με τον οποίο όμως μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαμε ιδωθεί από κοντά. Κοντά μας έφερε ο Νίκος Μάκκας, ο πρώην σύντροφός μου, που έχουμε μαζί την κόρη μας, την Υακίνθη. Έτσι, γνωριστήκαμε και μου έδωσε να διαβάσω το έργο, προτείνοντάς μου να συζητήσω με τον Γιώργο Νινιό αν θα τον ενδιέφερε να παίξει. Με τον Γιώργο τότε παίζαμε μαζί σε ένα σήριαλ «Το μυστικό της πεταλούδας». Το διάβασε, του άρεσε και κάπως έτσι πήρε σάρκα και οστά ο αίλουρος Τσιτάχ μας!
Ποιο είναι το βασικό θέμα του Τσιτάχ;
Ο Τσιτάχ είναι ένας απόμαχος τερματοφύλακας, παλιά δόξα του ελληνικού ποδοσφαίρου, προσκεκλημένος από ένα σχολείο, στο πλαίσιο της Ημέρας Αθλητισμού, για να μιλήσει στους μαθητές για τα αθλητικά ιδεώδη… Κάνει έναν ειλικρινή απολογισμό της μακροχρόνιας πορείας του. Εξιστορεί γεγονότα και εμπειρίες από τη ζωή και την καριέρα του, ξετυλίγοντας σιγά σιγά το κουβάρι της διαδρομής του: από τη δόξα και τα πλούτη μέχρι το μηδέν και το περιθώριο. Ενώ φαινομενικά είναι ένα έργο που αφορά στον αθλητισμό και δη το ποδόσφαιρο, δεν είναι μόνο αυτό τελικά… Αυτά αποτελούν το όχημα για να αναδιπλωθεί όλη η ιστορία ενός ανθρώπου, που πάλεψε για να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του στις παγίδες της ζωής, αλλά και να μιλήσει για την αντίσταση που οφείλει να έχει κανείς στις «σειρήνες». Πόσο διαθέσιμος είναι ο καθένας μας να σταθεί αντάξιος της ηθικής του και πόσο πτυσσόμενη μπορεί να γίνει αυτή η ηθική, όταν εμπλέκεται το θέμα της επιβίωσης σε μια κοινωνία που αδιαφορεί; Έργο ανθρωποκεντρικό, θα το χαρακτήριζα, καθόλου ανδρικό ή γυναικείο… Αφορά στον «άνθρωπα», όπως λέω εγώ…
Μαζί με τον Μάνο Καρατζογιάννη σκηνοθετείτε και το «Γάλα», μια ιστορία μετανάστευσης, που ευαισθητοποιεί το κοινό και για την ψυχική ασθένεια. Ποια είναι η δική σας προσέγγιση;
Ναι! Με τον Μάνο Καρατζογιάννη είχαμε την τιμή και τη χαρά να σκηνοθετήσουμε «Το Γάλα», το εμβληματικό έργο του Βασίλη Κατσικονούρη. Η ικανότητα του Βασίλη να βασίζεται στο αρχέτυπο και στη συλλογική μνήμη, επαναφέροντάς μας στη σημερινή πραγματικότητα, είναι τουλάχιστον ευφυής από όλες τις απόψεις. Η συναισθηματική του ευφυΐα σου αφήνει τεράστια περιθώρια να στραφείς σε έναν ψυχαναλυτικό τρόπο διερεύνησης των ηρώων του, που είναι πέρα για πέρα αληθινοί, μέσα από το πρίσμα της ανθρωποκεντρικής τοποθέτησής του. Μια τοποθέτηση που έχει όμως κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις, οι οποίες χωρίς να απιθώνονται «διδακτικά», υπονοούνται για να μας υπενθυμίσουν πόσο επηρεαζόμαστε από αυτές και πόσο έρμαια είμαστε μπροστά στις αποφάσεις-τοποθετήσεις των ανθρώπων που κατέχουν εξουσία.
Οι δύο κόσμοι του Βασίλη -αυτός ο ανελέητα, ωμός, ρεαλιστικός και πραγματικός ο «συνειδητός» και ο άλλος, ο υποσυνείδητος, ο συμβολικός- δεν μπορούν να σε αφήσουν ασυγκίνητο. Κάπως έτσι με μια «αγέρωχη» παιδικότητα ακουμπάει σε κάτι χορδές τόσο εύθραυστες και λεπτοφυείς, όσο και ο ανθρώπινος ψυχισμός.
Το «Γάλα», το молоко, το «Μαλακό», όπως προφέρεται, αυτή η λέξη σπαρμένη μέσα σε μια άλλη γλώσσα, αυτό το εντός μας μαλάκωμα, που έρχεται όταν αγαπάμε και αγαπιόμαστε, αυτή η ανακούφιση και ίαση που μας δίνει η πρώτη σχέση με το στήθος της μάνας, αυτή η θαλπωρή που κατακερματίζεται όταν μένουμε μόνοι, ξένοι, χωρίς εντός και εκτός πατρίδα…
Για μένα αποτελεί μεγάλη πρόοδο, που μπορούμε να μιλάμε πιο «ανοιχτά» για τις ψυχικές ασθένειες, χωρίς ντροπή και με λιγότερη αγωνία, ειδικά σε ανθρώπους που δεν μπήκαν καν στον κόπο να μάθουν τι είναι η ψυική ασθένια… Είναι αστείο: ο άνθρωπος μπορεί να περνάει ατέλειωτες ώρες στο καφενείο, συζητώντας για το σάκχαρο, τη χοληστερίνη, τον προστάτη με μια αποφευκτικότητα για αυτό που λέμε «ψυχισμό» και «ψυχική υγεία.
Πώς είναι μια συνσκηνοθεσία;
Η σκηνοθετική ματιά, όταν έχεις να προσεγγίσεις τόσο σπουδαία έργα είναι μια: εν αρχή ην ο λόγος του συγγραφέα. Από κει ξεκινάω. Οι λέξεις προσδιορίζουν το έλλογο θέατρο, αυτές υπαινίσσονται και υπονοούν. Αυτές που είναι φανερές και αυτές που δεν λέγονται… Όπως ακριβώς και στη ζωή! Αλίμονό μας, όταν η τεχνητή νοημοσύνη, φτάσει να διαβάζει τα «κάτω κείμενα» από τα λεγόμενα μας.
Όποια ανάλυση προκύπτει βασίζεται στο έργο και όχι στην προσωπική μας ανάγκη να εξωτερικεύσουμε τον προσωπικό μας «καημό», αλλά αυτό των ηρώων μας. Εννοείται ότι η προσέγγιση στηρίζεται στα «εργαλεία» που διαθέτουμε εμείς, αλλά οφείλουμε να «μιλήσουμε» τον συγγραφέα, να διεισδύσουμε στον δικό του κόσμο.
Είμαι πολύ ευγνώμων για τη συνεύρεση με τον Μάνο Καρατζογιάννη και το Θέατρο Σταθμός. Δουλέψαμε αρμονικά, ενίοτε συγκινητικά, ομαδικά και χωρίς εντάσεις, έχοντας όχημα αυτό το σπουδαίο έργο και γνώμονα τον έρωτα, που έχουμε και οι δύο για το Θέατρο.
Γιατί αγαπάς τόσο πολύ τον Βασίλη Κατσικονούρη; Πώς πρόεκυψε η γνωριμία και η σύνδεση σας;
Γιατί αγαπώ τον Βασίλη! Ακριβώς αυτό συμβαίνει… Τον αγαπώ βαθιά και αυτόν και την Κατερίνα, τη σύντροφο του και την οικογένειά του! Γουστάρω τη ροκ «παλαιότητα» του, που είναι τόσο στο «σήμερα». Την παιδικότητά του, τον υπαινιγμό της εντός ομορφιάς και της ασχήμιας των ηρώων του, τον έρωτα και τη ματαιότητα του, την απομάκρυνση του από τον διδακτισμό, τον καθωσπρεπισμό και τη ψευτοκουλτούρα, τις αληθινές σχέσεις που κεντάει στα έργα του και πολλά άλλα!
Με τον Βασίλη μας συνδέσει μια κοινή ματιά για τη ζωή… Ένα κοινό βλέμμα στα πράγματα, μια κοινή ανάγκη να αποδεχτούμε την φθαρτότητα μας, μια σιωπή και μια κραυγή, που πάλλεται εντός μας από την αμφιθυμία.
Ταυτόχρονα, παίζεις και στην «Κασέτα» της Λούλας Αναγνωστάκη… Υπάρχει κάτι που συνδέει τελικά υπόγεια αυτά τα τρία κείμενα;
Παίζω την Καίτη, στην «Κασέτα «της Λούλας Αναγνωστάκη, σε σκηνοθεσία Μάνου Καρατζογιάννη. Η Καίτη μου, η γήινη, η χωμάτινη, η αληθινή, σε έναν κόσμο πατριαρχίας και κακοποιητικής σχεδόν καταπίεσης, προσπαθεί να αναπνεύσει… Πολύ «μπροστά», η Αναγνωστάκη… Τα είπε όλα το 1982 με την «Κασέτα». Διαχρονικό το έργο της. Βασισμένη πάνω στην ιδιομορφία της ελληνικής οικογένειας, αλλά και στα τραύματα, που φέρει η κοινωνικοπολιτική συνθήκη της εποχής, από τον εμφύλιο ως τη Μεταπολίτευση, η Αναγνωστάκη παραθέτει και προβληματίζει για το πώς διαμορφώνεται το τότε σε σχέση με την οικογένεια και την κοινωνία. Ποια είναι τα αδιέξοδά της, η ασφυξία της, η ανάγκη για επικοινωνία.
Υπάρχει κάτι που συνδέει τελικά υπόγεια αυτά τα τρία κείμενα;
Ναι! Υπάρχουν τα νήματα, που τα συνδέουν. Πρώτα από όλα ο συμβολικός και ο πραγματικός τους κόσμος. Αυτή η «κλειδαρότρυπα», μέσα από την οποία ο θεατής βλέπει την ελληνική οικογένεια, την κουλτούρα μας, και γίνεται συνένοχος.
Σκηνοθεσία ή υποκριτική; Τι θα διάλεγες αν ήσουν αναγκασμένη να το κάνεις;
Θα προτιμούσα να μην αναγκαζόμουν να διαλέξω… Αν διάλεγα αυτή τη στιγμή, ίσως θα προτιμούσα την υποκριτική… Άσ’ το καλύτερα, δεν θέλω να μπω στο δίλημμα!
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, πώς είδες την καθημερινότητα στη χώρα και στο ελληνικό θέατρο; Έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα;
Η καθημερινότητα δεν διαφέρει και πολύ από αυτή της Κύπρου… Όσον αφορά στο θέατρο, διακρίνω ό,τι και στην Κύπρο: την αδιαφορία της πολιτείας. Δεν μας παίρνουν στα σοβαρά, θεωρούν πως είμαστε χομπιστές, που κάποια στιγμή θα μας περάσει και θα πάμε να μάθουμε ποδήλατο ή σκάκι… Τα πράγματα αλλάζουν σίγουρα… Δεν μπορώ να κρίνω αν είναι προς το καλύτερο ή το χειρότερο. Δεν είμαι Θεός να ξέρω αν αυτή η κάμψη και το σκότος θα γεννήσει φως. Κάπως έτσι συμβαίνει στην Ιστορία και στον ίδιο τον άνθρωπο… αν δεν πιάσει πάτο, δεν σηκώνεται…Θέλω να πιστεύω, ρομαντική ούσα, πως αυτή είναι η μετάβαση…
Έχεις ανάγκη να κανείς μαζί πολλά διαφορετικά πράγματα. Τι σε κινητοποιεί και σου δίνει ενέργεια;
Έχω την ανάγκη να εκφράζομαι, να ζω και να αισθάνομαι. Με τρομάζει αυτή η αλεξιθυμία…Αρνούμαι να γίνω μέρος της… Θέλω να αγγίζω, να κλαίω, να γελάω να συγκινούμαι, να τα βιώνω όλα ολόκληρα… Να μπορώ να ανιχνεύω και να χάνομαι μέσα σε βλέμματα. Να περπατάω στον δρόμο με ευγνωμοσύνη, γενναιότητα και ταπεινότητα… Αυτό μου κάνει το θέατρο… Είναι πατρίδα. Με κινητοποιεί πάντα η ευγένεια, η γενναιοδωρία, ή μια ελάχιστη πράξη ανθρωπιάς, η παρατηρητικότητα…..