O Τάσος Πυργιέρης ετοιμάζεται να μας επανασυστήσει τη «Φαύστα» του Μπόστ, ένα από τα πλέον εμβληματικά σατιρικά έργα του νεοελληνικού θεάτρου, που ανεβαίνει σε δική του σκηνοθεσία από τις 21 έως τις 30 / 11 στο Υποσκήνιο Β΄ της Αίθουσας Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.
Τι είναι για εσένα η «Φαύστα» σήμερα;
Για μένα, η «Φαύστα» σήμερα είναι ένα σύγχρονο παραμύθι, μια ανατρεπτική αλληγορία της ελληνικής κοινωνίας, που παραμένει το ίδιο ζωντανή και επίκαιρη, όπως τότε που γράφτηκε από τον Μπόστ. Είναι μια ιστορία που με τον δικό της μοναδικό, σαρκαστικό τρόπο μας μιλάει για την υπερβολή, τη ματαιότητα και την ειρωνεία της ζωής. Η υπόθεση βασίζεται σε αληθινή ιστορία, που λέγεται ότι συνέβη τότε, μόνο που το θαλάσσιο τέρας δεν έφαγε ένα κοριτσάκι, το Ριτσάκι, όπως το ονομάζει ο Μπόστ, αλλά ένα αγοράκι. Μια μητέρα, η Φαύστα χάνει το παιδί της, όταν το κοριτσάκι της, ενώ έχει πάει να βοηθήσει τον πατέρα της, Γιάννη, στο ψάρεμα, κατασπαράσσεται από ένα τεράστιο ψάρι. Μετά από χρόνια, σε ένα ψάρι, που ψαρεύεται από τον Γιάννη και φτάνει στην κουζίνα της οικογένειας, ξεπηδάει το Ριτσάκι, γεγονός που θα πυροδοτήσει μια σειρά από παράλογες καταστάσεις και ξεκαρδιστικές αντιδράσεις. Ο Μπόστ, μέσα από αυτήν την αλλόκοτη υπόθεση, καταφέρνει να αναδείξει τα παράδοξα της ελληνικής πραγματικότητας, τις υπερβολές της οικογένειας, και την αδυναμία μας να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματά μας με λογική.
Πώς αποφάσισες να ανεβάσεις τη «Φαύστα»;
Η απόφαση να ανεβάσω τη «Φαύστα» ήρθε μέσα από την ανάγκη μου να ξανασυναντήσω το μοναδικό, αιχμηρό πνεύμα του Μπόστ και να μοιραστώ αυτό το ανεπανάληπτο χιούμορ με τον θεατή του σήμερα. Η «Φαύστα» είναι ένα έργο που πάντα με γοήτευε, όχι μόνο για την καυστική του σάτιρα, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο αγγίζει τόσο βαθιά και διαχρονικά θέματα με μια φαινομενικά απλή ιστορία. Η ιδέα της απώλειας και της αναζήτησης, το πώς οι ανθρώπινες αντιδράσεις συχνά παίρνουν ακραίες μορφές, που αγγίζουν τα όρια του γελοίου, είναι στοιχεία που πιστεύω ότι αξίζουν να ειπωθούν σήμερα. Η «Φαύστα» είναι ένα έργο που μας υπενθυμίζει ότι η ζωή μπορεί να είναι τόσο τραγική όσο και κωμική, και αυτό το μίγμα συναισθημάτων είναι κάτι που ήθελα να το μεταφέρω στη σκηνή για να το αισθανθεί και ο θεατής. Ήθελα επίσης να φέρω τον κόσμο σε επαφή ξανά με ένα κομμάτι της ελληνικής κουλτούρας, που συνδυάζει την παράδοση με μια τολμηρή, ανατρεπτική ματιά. Σήμερα, που τα κοινωνικά ζητήματα είναι πιο περίπλοκα και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε μας κάνουν να χάνουμε την αίσθηση του χιούμορ, η «Φαύστα» έρχεται ως μια υπενθύμιση ότι ακόμη και μέσα στις πιο δύσκολες καταστάσεις, η ειρωνεία και το γέλιο είναι ένας τρόπος να αντέξουμε και να κατανοήσουμε την πραγματικότητα.
Τι κάνει ξεχωριστό το κείμενο και τη γλώσσα του Μπόστ και πώς τα δουλεύετε εσείς μέσα στην παράσταση;
Το κείμενο και η γλώσσα του Μπόστ είναι μοναδικά, κυρίως λόγω της ιδιοφυούς μίξης χιούμορ, ειρωνείας, και κοινωνικής κριτικής. Ο Μπόστ χρησιμοποιεί την υπερβολή και τη σάτιρα για να σχολιάσει καταστάσεις και πρόσωπα με τρόπο, που φανερώνει τις αδυναμίες και τις παραδοξότητες της ανθρώπινης φύσης και της ελληνικής κοινωνίας. Η γλώσσα του χαρακτηρίζεται από έναν παιχνιδιάρικο λεκτικό σουρεαλισμό, γεμάτο από συνειδητές ανορθογραφίες και λογοπαίγνια, που τονίζουν τη λαϊκότητα των χαρακτήρων και τις ανθρώπινες ατέλειες τους. Αυτή η γλώσσα, με τις παραδοξότητες και την παιδικότητα της, δημιουργεί μια απόσταση που επιτρέπει στο κοινό να δει τις αλήθειες, που αποκαλύπτονται χωρίς να φοβάται ή να αποφεύγει την πραγματικότητα. Στην παράστασή μας, δουλέψαμε πάνω σε αυτήν την ιδιαίτερη γλώσσα, προσπαθώντας να διατηρήσουμε την αυθεντικότητα του ύφους του Μπόστ, ενώ ταυτόχρονα την κάνουμε προσιτή και ζωντανή. Δώσαμε ιδιαίτερη έμφαση στο να κατανοήσουμε τον ρυθμό του κειμένου, γιατί μέσα από αυτόν τον ρυθμό αποδίδεται καλύτερα το χιούμο και η σάτιρα του συγγραφέα. Είναι σημαντικό οι ηθοποιοί να κατανοούν όχι μόνο τις λέξεις που προφέρουν αλλά και το υποκείμενο νόημα πίσω από αυτές — την κριτική ματιά του Μπόστ, τον τρόπο που εμπαίζει τις κοινωνικές δομές και τα στερεότυπα, κάνοντας το όμως πάντα με μια ζεστασιά και κατανόηση για την ανθρώπινη φύση.
Ο Μπόστ ως κωμωδιογράφος έχει συχνά αναφορές στη δική του εποχή. Αυτές πώς τις διαχειρίζεσαι;
Ο Μπόστ αναμφισβήτητα ενσωματώνει πολλές αναφορές στη δική του εποχή, γεγονός που προσδίδει ένα χαρακτηριστικό πλαίσιο στις ιστορίες του, καθιστώντας τες άμεσα συνδεδεμένες με τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες της τότε Ελλάδας. Ωστόσο, το μεγάλο του ταλέντο είναι ότι, παρότι οι αναφορές είναι συγκεκριμένες, οι έννοιες και τα ζητήματα που αγγίζει είναι διαχρονικά. Αυτή η διαχρονικότητα είναι το κλειδί στο πώς διαχειρίζομαι αυτές τις αναφορές στη σημερινή μας παράσταση. Τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται ο Μπόστ — η κριτική προς την πολιτική εξουσία, τα κοινωνικά στερεότυπα, η υποκρισία της οικογένειας και της εκπαίδευσης — είναι ακόμα παρόντα στη σύγχρονη κοινωνία, απλώς με άλλες μορφές. Επιλέγουμε λοιπόν να προσθέσουμε μικρές σύγχρονες πινελιές, είτε στο κείμενο είτε στη σκηνοθεσία, για να τονίσουμε αυτές τις παραλληλίες και να κάνουμε την κριτική ακόμα πιο προσιτή στο κοινό του σήμερα. Η πρόκληση είναι να διατηρήσουμε την αυθεντική φωνή του Μπόστ, ενώ ταυτόχρονα να συνδεθούμε με το παρόν και να δώσουμε στο κοινό τη δυνατότητα να καταλάβει ότι, παρά τις δεκαετίες που έχουν περάσει, οι ανθρώπινες αδυναμίες και οι κοινωνικές παθογένειες παραμένουν οι ίδιες. Ο Μπόστ καταφέρνει να δημιουργήσει έργα με «ρίζες» στη δική του εποχή, αλλά με «κλαδιά» που απλώνονται στο μέλλον.
Η «Φαύστα» είναι τελικά τραγωδία ή κωμωδία;
Η «Φαύστα» είναι και τα δύο – τραγωδία και κωμωδία ταυτόχρονα, και αυτό είναι που την κάνει τόσο ξεχωριστή και ενδιαφέρουσα ως έργο. Ο Μπόστ έχει αυτή τη μοναδική ικανότητα να πλάθει μια ιστορία που ακροβατεί ανάμεσα στις δύο αυτές όψεις της ανθρώπινης υπόστασης, δημιουργώντας κάτι που δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί εύκολα. Από τη μία πλευρά, έχουμε μια μητέρα που χάνει το παιδί της με έναν τρόπο εξωφρενικά παράλογο και φαινομενικά τραγικό, και από την άλλη, το πώς το διαχειρίζονται οι χαρακτήρες και οι αντιδράσεις τους, προκαλεί αβίαστο γέλιο. Η «Φαύστα» ως τραγωδία παρουσιάζει την αδυναμία της ανθρώπινης ύπαρξης να κατανοήσει και να αντιμετωπίσει τις ακραίες και απρόβλεπτες καταστάσεις της ζωής. Οι χαρακτήρες βιώνουν την απώλεια και τον παραλογισμό με μια σοβαρότητα που μας θυμίζει τις δικές μας υπαρξιακές αγωνίες. Από την άλλη πλευρά, η «Φαύστα» είναι ξεκάθαρα κωμωδία, και μάλιστα από τις πιο καυστικές. Ο τρόπος με τον οποίο οι ήρωες αντιδρούν στα γεγονότα είναι γεμάτος υπερβολή και αφέλεια, κάτι που αναδεικνύει την ανθρώπινη τάση να μεγεθύνουμε τις καταστάσεις, ακόμη και όταν αυτές είναι φαιδρές. Αυτός ο συνδυασμός τραγωδίας και κωμωδίας είναι που αποκαλύπτει την ουσία της ανθρώπινης φύσης, γιατί η ζωή δεν είναι μονοδιάστατη. Η «Φαύστα» είναι, λοιπόν, μια κωμωδία για τις τραγωδίες μας και μια τραγωδία για την κωμικότητα της ύπαρξής μας.
Ποια «οικεία κακά» θα αναχωρήσουμε στην παράταση;
Στην παράσταση της «Φαύστας», ερχόμαστε αντιμέτωποι με πολλά από τα «οικεία κακά» που εξακολουθούν να μας στοιχειώνουν ως κοινωνία και ως ανθρώπινα όντα. Ο Μπόστ, με το διεισδυτικό του χιούμορ, καταφέρνει να αποκαλύψει τις αντιφάσεις μας, την υποκρισία και την αδυναμία μας να δούμε καθαρά τις καταστάσεις που ζούμε. Στην «Φαύστα», οι θεατές θα αναγνωρίσουν και θα αναχωρήσουν με πολλές από αυτές τις αδυναμίες, οι οποίες παρόλο που μας είναι γνώριμες, σπάνια επιλέγουμε να τις δούμε κατάματα. Ένα από τα «οικεία κακά» που έρχονται στην επιφάνεια είναι η υπερβολή με την οποία αντιδρούμε μπροστά σε ακραίες καταστάσεις. Το έργο καταδεικνύει τον εγωκεντρισμό και την ανάγκη για αυτοπροβολή, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές. Οι χαρακτήρες φαίνεται να ενδιαφέρονται περισσότερο στο να επιδείξουν την αυτοπεποίθησή τους, παρά να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα. Αυτή η αυτοαναφορικότητα είναι ένα χαρακτηριστικό που καθρεφτίζει τη σημερινή μας κοινωνία, όπου η αυτοπροβολή, ειδικά μέσω των κοινωνικών δικτύων, έχει γίνει υπερβολικά σημαντική. Αναχωρούμε, λοιπόν, από την παράσταση με μια γεύση των δικών μας αδυναμιών, των δικών μας «οικείων κακών» που μας κατατρώνε και συχνά δεν θέλουμε να παραδεχτούμε. Όμως, ο Μπόστ δεν μας αφήνει εκεί. Με το μοναδικό του χιούμορ και την ειρωνεία, μας προσκαλεί να δούμε αυτές τις αδυναμίες με ένα μάτι, που δεν είναι καταδικαστικό, αλλά αποκαλυπτικό. Και ίσως αυτό είναι το πρώτο βήμα προς την αλλαγή: η αποδοχή της γελοιότητάς μας και η συνειδητοποίηση ότι, ακόμα και μέσα στα «κακά» μας, υπάρχει χώρος για αυτοσαρκασμό και αυτοβελτίωση.
Ο Μπόστ ενοχλούσε στην εποχή του, αλλά τελευταία έχει ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση περί της κωμωδίας. Τελικά, έχει όρια η σάτιρα;
Η σάτιρα, από τη φύση της, είναι ένα είδος που τείνει να ξεπερνάει τα όρια, να αμφισβητεί το κατεστημένο και να βάζει τον καθρέφτη μπροστά στα πιο σκοτεινά και κρυφά σημεία της κοινωνίας και της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Μπόστ, ως σατιρικός συγγραφέας, ήταν απόλυτα αφοσιωμένος σε αυτή τη λειτουργία της σάτιρας — να ενοχλεί, να ξεβολεύει, και να αποκαλύπτει αλήθειες που μπορεί να μην ήταν ευχάριστες για τους θεατές της εποχής του. Κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που το έργο του αντέχει στον χρόνο: γιατί είχε το θάρρος να πει αυτά που άλλοι δεν τολμούσαν. Το ερώτημα αν η σάτιρα έχει όρια είναι πολύπλοκο. Από τη μια πλευρά, η σάτιρα είναι ένα εργαλείο κοινωνικής αλλαγής. Χρησιμοποιεί το γέλιο και την υπερβολή για να υπογραμμίσει τις αδυναμίες, τις αδικίες και τα παράδοξα της κοινωνίας, με σκοπό να προκαλέσει σκέψη και ίσως και δράση. Αν της βάλουμε αυστηρά όρια, κινδυνεύουμε να της αφαιρέσουμε τη δύναμη να προκαλεί και να ταράζει τα νερά. Ωστόσο, ζούμε σε μια εποχή όπου η ευαισθησία απέναντι σε κοινωνικές ομάδες, η ανάγκη για σεβασμό και η αποφυγή του αποκλεισμού είναι πιο επίκαιρες από ποτέ. Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η σάτιρα μπορεί, όταν δεν χρησιμοποιείται με σύνεση, να καταλήξει πληγωτική ή προσβλητική. Οι στόχοι της πρέπει να είναι η κριτική στην εξουσία, οι κοινωνικές αδικίες, όχι η επίθεση στους αδύναμους ή στους ευάλωτους. Ο Μπόστ καταφέρνει να ισορροπήσει αυτή τη λεπτή γραμμή, διότι η σάτιρά του δεν είναι ποτέ εκδικητική ή κακόβουλη. Αντίθετα, είναι γεμάτη με μια παράξενη τρυφερότητα για τους χαρακτήρες του, ακόμα κι όταν τους φέρνει σε αστείες ή παράλογες καταστάσεις. Στην «Φαύστα», για παράδειγμα, γελάμε με τις υπερβολές και τις αντιφάσεις των ηρώων, αλλά το γέλιο αυτό είναι ταυτόχρονα μια αναγνώριση ότι όλοι μοιραζόμαστε τις ίδιες αδυναμίες. Ο Μπόστ ενόχλησε στην εποχή του, γιατί τολμούσε να πει την αλήθεια, κι αυτή η αλήθεια ήταν συχνά άβολη. Κι αυτός είναι ο ρόλος της σάτιρας — να ενοχλεί, να ξεβολεύει, αλλά πάντα με σκοπό την αφύπνιση και την πρόοδο.