Ο δημοσιογράφος, κινηματογραφιστής και συγγραφέας Αντώνης Μποσκοΐτης φημίζεται για τις αποκαλυπτικές του συνεντεύξεις-πορτρέτα. Αυτή τη φορά αποφάσισε να μεταφέρει στη σκηνή του θέατρου Arroyo μία συνέντευξη επικών διαστάσεων, που του είχε παραχωρήσει ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος το 2013 και που είχε δημοσιευθεί στο βιβλίο «18 συνεντεύξεις – Σαν μονόπρακτα» του δημοσιογράφου και σκηνοθέτη. Με στόχο αναδείξει τις πλευρές ενός φωτεινού και ανυπότακτου πνεύματος, παραδίδει στον Χάρη Φλέουρα τον ρόλο του ποιητή, με τον ίδιο να του κάνει κάθε βράδυ εκείνες τις ερωτήσεις.
Τι είναι το «Ταγκαλάκι» κυριολεκτικά και μεταφορικά;
Δεν ξέρω ειλικρινά τον διαχωρισμό μεταξύ της κυριολεκτικής και της μεταφορικής έννοιας της λέξης, αλλά θα σας πω αυτά που βρήκα κι εγώ: Προέρχεται από την τουρκική λέξη «tangalak» που σημαίνει «άξεστος, αμόρφωτος», άρα είμαστε πιο κοντά στο ποίημα του Χριστιανόπουλου, στο οποίο έτσι χαρακτηρίζει έναν ευκαιριακό εραστή, ένα «τσογλάνι» ή ένα «τσόλι» στην αργκό του περιθωρίου. «Ταγκαλάκι», όμως, σημαίνει και ο «διαβολάκος», το «πειραχτήρι», κάτι που είναι κοντά στην περσόνα του Χριστιανόπουλου, εξ ου και χρησιμοποιήσαμε τη λέξη μ’ αυτή την έννοια ως τίτλο για το έργο.
Γνωρίζοντας από κοντά τον Χριστιανόπουλο, τι σε γοήτευσε σε αυτόν;
Η χρήση της γλώσσας, η ευαισθησία του, η γνώση του πάνω στα θέματα, που εκείνος συζητούσε, καθώς και οι απόψεις του για πρόσωπα, που πάντα, κάτω από το βιτριολικό τους περίβλημα, είχαν μια δόση αληθείας. Ή τουλάχιστον ήταν απλώς οι απόψεις του, τις οποίες υπερασπιζόταν με πάθος και με το κόστος να θεωρηθεί, όπως και θεωρήθηκε από πολλούς, «ξινός», «κακιασμένος» κλπ. Μία πολύ επιφανειακή προσέγγιση της προσωπικότητάς του, κατά την ταπεινή μου γνώμη.
Ποια πλευρά του σε αφορά να δούμε σε αυτή την παράσταση; Ποια θα ήθελες εσύ να κρατήσει ο θεατής;
Η παράσταση, όπως και ολόκληρη η συνέντευξη, στέκεται σαν ψυχογράφημα, σαν την καταγραφή και την παρουσίαση της περσόνας ενός παράξενου ανθρώπου, έτοιμου ανά πάσα στιγμή να αναθεωρήσει τις απόψεις του και να τα βάλει με τους θεσμοφύλακες της εξουσίας. Υπό αυτή την έννοια, θεωρώ τον Χριστιανόπουλο έναν βαθύτατα αναρχικό καλλιτέχνη, που αγωνίστηκε μια ζωή ολόκληρη γι’ αυτό που θα ορίζαμε ως «ανθρώπινη αξιοπρέπεια».
Το κείμενο βασίζεται σε μια συνέντευξή του. Γιατί αποφάσισες να την κάνεις παράσταση; Μεταφέρεται αυτούσια στη σκηνή εκείνη η συζήτηση, ή την έχεις μετατρέψει σε θεατρικό μονόλογο; Υπάρχουν κι άλλα στοιχεία εκτός από τα όσα ειπώθηκαν τότε;
Καταρχάς την ιδέα μου την έδωσε ο ίδιος ερήμην του, όταν φεύγοντας από το σπίτι του, γύρισε και μου είπε: «Σιγά μη με κάνεις και θεατρικό». Υπάρχει κι η πληροφορία που μου είπε ο Θωμάς Κοροβίνης, όταν κάποτε τον ρώτησε ο Χριστιανόπουλος: «Λες να με κάνουν θεατρικό;» για να εισπράξει την απάντηση του: «Τέτοιος που είσαι, ποιος να σ’ αντέξει;» Η συνέντευξη αυτή, λοιπόν, δεν θα γινόταν να παρουσιαστεί αυτούσια επί σκηνής, αφού το ηχογράφημα διαρκεί δύο ώρες, ενώ το έργο ακριβώς 70 λεπτά. Φυσικά και υπάρχουν πολλά ακόμη στοιχεία, που έπρεπε να μείνουν εκτός, είτε γιατί ήταν βαρύτατοι χαρακτηρισμοί για πολύ κόσμο από το συνάφι του, κάτι αχρείαστο μάλλον, είτε γιατί αν έμπαιναν απλώς θα μας απομάκρυναν από τον κατάλληλο χρόνο μιας θεατρικής παράστασης τέτοιου τύπου, που δεν είναι και ακριβώς μονόλογος, εφόσον ο θεατής παρακολουθεί στην ουσία μία «λάιβ» συνέντευξη – συζήτηση δύο ανθρώπων.
Πού έγινε αυτή η συνέντευξη και τι σου έχει μείνει από εκείνη τη συνάντηση; Κρατήσατε επαφές εκ των υστέρων;
Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 2013 στο σπίτι του ποιητή στις Σαράντα Εκκλησιές και ομολογώ πως ακόμη τη θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια, όπως το τι φορούσαμε και οι δύο εκείνη τη μέρα, μέχρι και το πως έμοιαζε το πιατάκι με τα μπατόν σαλέ που κάθε τρεις και λίγο με παρακινούσε να φάω. Επομένως μου έμειναν τα πάντα, θα έλεγα. Κρατήσαμε επαφές μέχρι και τις αρχές του 2014, μέχρι δηλαδή που άρχισε να καταπέφτει με την υγεία του. Μου τηλεφωνούσε π.χ. στο σταθερό τηλέφωνο για να μου υπαγορεύσει κάποια κείμενα του, κριτικά ή μάλλον επικριτικά για θέματα που τον απασχολούσαν.
Πώς ο Χριστιανόπουλος συνδύαζε αυτό τον λυρισμό με την ειρωνεία και τον κυνισμό;
Μα έτσι ήταν ο ίδιος σαν χαρακτήρας! Δεν θα έβρισκα πάντως κυνισμό στη σκέψη του, κάθε άλλο. Μη σου πω ούτε καν ειρωνεία. Ότι σκεφτόταν, το έλεγε «direct», γνωρίζοντας ενδεχομένως τις συνέπειες. Επίσης, δεν θα χαρακτήριζα και τόσο λυρική την ποίηση του. Στο ποίημα «Τύψεις», θυμάμαι, που εγώ του το είχα χαρακτηρίσει «τρυφερό», εκείνος αντιθέτως το έλεγε «πολύ σκληρό» ποίημα μέσα στην αυτοαναφορικότητά του.
Πως είναι η εμπειρία να κάνεις τις ίδιες ερωτήσεις που είχες θέσει τότε σε εκείνον κάθε βράδυ στον Χάρη Φλέουρα που τον υποδύεται;
Ωραία εμπειρία είναι! Ειδικά όταν έχω απέναντι μου τον Φλέουρα να παίζει κάθε βράδυ και να του απευθύνομαι, έχω την αίσθηση πως ξαναζώ απ’ την αρχή τη συνέντευξη. Ίσως γι’ αυτό δεν αισθάνομαι ηθοποιός επί σκηνής, αλλά σαν να παίζω τον εαυτό μου, ακόμη και σαν να εισέρχομαι σε μία χρονική λούπα, στην οποία όμως αναβιώνει μία από τις καλύτερες συζητήσεις που έκανα ποτέ με μία προσωπικότητα του διαμετρήματος του Χριστιανόπουλου.
Γιατί ο Χριστιανόπουλος είναι μια ξεχωριστή, αλλά αρκετά παραγνωρισμένη συγκριτικά με την αξία του περίπτωση των ελληνικών γραμμάτων;
Γιατί ο κόσμος συνηθίζει να μένει στα «πιπεράτα» και στην επιφάνεια των πραγμάτων. Απ’ την άλλη, όμως, είναι και ένας πολυδιαβασμένος ποιητής και, ευτυχώς, απ’ ό,τι έχω αντιληφθεί, όσοι τον αμφισβητούν, γνωρίζουν το έργο του και το σέβονται απόλυτα. Παραγνωρισμένος, αλλά όχι υποτιμημένος, μα ούτε και υπερεκτιμημένος, έγινε λόγω του εκρηκτικού χαρακτήρα του. Κι αυτό καλό είναι να διαχωρίζεται από το έργο του. Στην τελική, δεν σκότωσε και κάναν άνθρωπο ο Χριστιανόπουλος, αντιθέτως πάλεψε με τη γραφή του για να γίνει λίγο καλύτερη αυτή η κοινωνία, αυτός ο κόσμος. Κι αν τα «έχωνε» σε κόσμο και κοσμάκη, γκρεμίζοντας είδωλα, ε δεν το θεωρώ και τόσο τρομερό. Ας το κάνει και κάποιος αυτό, αφού έτσι είναι σαν άνθρωπος και σαν χαρακτήρας. Το ότι δεν ανήκε στους ποιητές που «με τους σοφούς του κράτους τα κάνανε πλακάκια», που θα’λεγε και ο Βολφ Μπίρμαν, για μένα τον τιμάει.
Τελικά, κατάλαβες γιατί είχε αυτό τον μισανθρωπισμό που τον χαρακτήριζε στις δημόσιες τοποθετήσεις του;
Μου φαίνεται πως χρησιμοποιείς λάθος λέξη. Δεν βρίσκω ίχνος μισανθρωπισμού στον λόγο του, τον γραπτό και τον προφορικό. Ειρωνεία, ναι, να το δεχτώ κάπως, φαρμακερό χιούμορ ακόμη καλύτερα, αλλά μισάνθρωπος δεν γινόταν να είναι ένας τόσο ευαίσθητος άνθρωπος που επί πολλά χρόνια, σε καιρούς που η Ελλάδα ήταν ένας φρικτός Μεσαίωνας, εκείνος έδωσε φωνή στους «απεγνωσμένους».
Μετά από τόσες παραστάσεις, πώς είδες ότι υποδέχεται το κοινό αυτόν τον ποιητή;
Ένα θα σας πω: Ο Άρης Δαβαράκης, που επίσης αντιπαθούσε τον ποιητή, όταν ήρθε στο θέατρο έγραψε δημοσίως μετά πως η παράσταση τον έκανε να αγαπήσει τον Χριστιανόπουλο. Και πολλά νέα παιδιά πως θα πάνε την επόμενη κιόλας μέρα να αναζητήσουν τα ποιήματα του. Άρα υπάρχει μια άλλου τύπου «γνωριμία» του κοινού με τον Χριστιανόπουλο, χωρίς όμως να παρουσιάζουμε κάτι άλλο, ωραιοποιημένο ας πούμε, αυτού που πραγματικά ήταν.
Τι τελικά έχει να μας πει σήμερα ο λόγος του Χριστιανόπουλου;
Πολλά έχει να μας πει και θα μας λέει όπως συμβαίνει με την ποίηση γενικότερα. Ένας ποιητής με μικρό ποσοτικά έργο, αλλά πολύ πιο επιδραστικό απ’ αυτό άλλων ποιητών που έβγαζαν τη μία ποιητική συλλογή μετά την άλλη. Καλά έκαναν. Και ο Χριστιανόπουλος έκανε καλά, όμως. Τώρα η ποίηση είναι κι ένα αυστηρά υποκειμενικό πρωτεύον είδος τέχνης. Δεν «μιλάει» σε όλους το ίδιο.
Επόμενα σχέδια.
Αυτές τις μέρες κλείνεται το θέατρο που από τον Μάρτιο του 2025, να είμαστε καλά, θα παρουσιαστεί το καινούργιο μου θεατρικό έργο, πάλι βασισμένο σε συνέντευξη μου. Και λέω «βασισμένο», καθώς κατά 60% θα αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και όχι αυτούσια μεταφορά μίας συνέντευξης, όπως συνέβη με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και παλιότερα με την Εύα Κουμαριανού. Το μόνο που μπορώ να πω για την ώρα είναι ότι έδωσα τη σκηνοθεσία στον Χάρη Φλέουρα, που έχει τεράστια εμπειρία στο θέατρο και εγώ επίσης δεν έχω καμία πρεμούρα να βγω και ως θεατρικός σκηνοθέτης. Θα συνεργαστώ για πρώτη φορά με μία σπουδαία και δημοφιλή καλλιτέχνιδα, που θα υποδυθεί την συνεντευξιαζόμενη προσωπικότητα κι εγώ θα επαναλάβω για μία ακόμη φορά το «ρόλο» του interviewer. Περισσότερα προσεχώς!