Οι «Mικρές Κυρίες» της Λουίζα Μέι Άλκοτ μέσα από τη ματιά της Αθηνάς Χατζηαθανασίου

Η Αθηνά Χατζηαθανασίου φέτος αποφάσισε να ανεβάσει το μυθιστόρημα των παιδικών μας χρόνων και ένα από πιο δημοφιλή βιβλία για παιδιά και εφήβους όλων των εποχών, τις  «Μικρές κυρίες» της Λουίζα Μέι Άλκοτ, το οποίο θα δούμε στη σκηνή του θεάτρου Αλάμπρα. Ήδη από την πρώτη κυκλοφορία του το 1868 αλλά και μέχρι σήμερα, η ιστορία των τεσσάρων αδελφών -της Μεγκ, της Τζο, της Μπεθ και της Έιμι- με φόντο τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο έχει κερδίσει την καρδιά κάθε αναγνώστη, καθώς μας υπενθυμίζει διαχρονικές και πανανθρώπινες αξίες, όπως η ανεξαρτησία, η φιλία, η αγάπη, ιδωμένα μέσα από το πέρασμα της εφηβείας στην ενηλικίωση.

Oι «Μικρές Κυρίες» είναι ένα εμβληματικό βιβλίο, με το οποίο έχουν μεγαλώσει γενιές. Το διάβαζες κι εσύ ως παιδί; Ποια ήταν η αγαπημένη σου από τις αδερφές;

Μετράει χρόνια η αγάπη μου γι’ αυτό το βιβλίο ναι. Και μ’ αρέσει που η ερώτηση είναι «το διάβαζες» και όχι «το διάβασες», γιατί πράγματι ήταν ένα βιβλίο που διάβαζες και ξαναδιάβαζες. Πραγματικά δεν θυμάμαι πόσες φορές είχα ταξιδέψει μ’ αυτή την ιστορία ως παιδί. Και κάθε φορά ανακάλυπτα και κάτι ακόμη. Αγαπημένη μου από τις αδερφές ήταν η Μπεθ. Κανείς δεν μπορούσε να φτάσει τη Μπεθ για μένα. Η Μπεθ δεν είχε ελαττώματα. Ήταν μια τέλεια ύπαρξη, που έβρισκε την ολοκλήρωση στην ομορφιά του κόσμου και των ανθρώπων, στην υπομονή και την προσφορά. Ίσως είχα αυτή τη σύνδεση μαζί της, επειδή ήταν και ο μόνος χαρακτήρας του έργου που δεν ήταν απόλυτα ρεαλιστικός. Το άδοξο/ ένδοξο τέλος της την έκανε ηρωΐδα στα μάτια μου, ίσως και στα μάτια της Άλκοτ, γι΄ αυτό την έπλασε τόσο τέλεια. Όποιος φεύγει νωρίς, έχει την τάση να εξιδανικεύεται. Από την άλλη όμως αυτή η αυτάρκεια και η καλοσύνη της είναι ζητούμενα δεν είναι; Είναι η απόλυτη ευτυχία. Το νόημα της ζωής, που λένε. Ακόμη και σήμερα πασχίζω καθημερινά να αποχωριστώ εγωισμούς και άγχος και να γίνω έστω τόσο λίγο Μπεθ. Ελπίζω μια μέρα, όταν μεγαλώσω, να τα καταφέρω. Κάπως.

Πώς δούλεψες τη διασκευή και τι θα δούμε στη δική σου εκδοχή;

Ξεκίνησα από την αίσθηση που είχα στη μνήμη μου. Την αγάπη για τους χαρακτήρες και για την εποχή στην οποία ζούσαν ,που είχε μια αθωότητα και ένα, ρομαντισμό που αποζητώ. Δεν είχα γράψει κάτι ακόμη. Συνέχισα με αρκετή μελέτη του βιβλίου στα αγγλικά και στα ελληνικά σε διαφορετικές εκδοχές. Εξακολούθησα να μη γράφω κάτι. Κρατούσα κάποιες φράσεις και κάποιες εικόνες που μου έκαναν εντύπωση. Διάβασα αρκετά για τη ζωή της ίδιας της Άλκοτ και των αδερφών της. Επειδή έχει αυτό τον ημι-αυτοβιογραφικό χαρακτήρα το βιβλίο, ήθελα από την αρχή να το μπολιάσω και με άλλα στοιχεία από τη ζωή της συγγραφέως. Επίσης είχα αποφασίσει ήδη να το συνδέσω με άλλες ρηξικέλευθες γυναίκες συγγραφείς ,που προϋπήρξαν ή ακολούθησαν. Έπιασα και τέτοια βιβλία στα χέρια μου, όπως κάποια της Βιρτζίνια Γουλφ. Με βοήθησε πολύ για τη σφαιρικότητα του χαρακτήρα της Τζο, που φέρει στοιχεία τέτοια. Μετά από όλα αυτά, με πήγε μόνο του. Ήξερα ότι ήθελα μια παράσταση που δεν θα είναι αμιγώς ρεαλιστική. Ήθελα την εναλλαγή του τόπου και εξωτερικές σκηνές, οπότε έγραφα χωρίς να σκέφτομαι ακριβώς πώς θα σκηνοθετηθεί κι ας ήξερα ότι θα με δυσκολέψει. Το μόνο που είχα στο μυαλό μου διαρκώς ήταν η διαχρονικότητα των καταστάσεων, η συναισθηματική ένταση της εφηβείας και οι αντιθέσεις στη ζωή και η αέναη εναλλαγή τους: χαρά-λύπη, επιτυχία-αποτυχία και πάλι από την αρχή. Και ταυτόχρονα ήθελα «Οι μικρές κυρίες» να είναι «Οι μικρές κυρίες» που θυμόμουν. Κάθεμια να έχει τη στιγμή της. Και κάθε χαρακτήρας να έχει τη στιγμή του. Έτσι νομίζω σ’ αυτή την εκδοχή θα δείτε τη Μεγκ, τη Τζο, την Μπεθ και την Έιμυ, τον Λώρυ, τη Μάρμη και τον κ. Μπρουκ, τη θεία Μαρτς και τον παπαγάλο της να πραγματοποιούν τα όνειρά τους ή και όχι, να λυπούνται και να χαίρονται. Αλλά κυρίως να αποφασίζουν για τη ζωή τους.

Γιατί τελικά αυτό το βιβλίο είναι τόσο αγαπητό σε τόσα πολλά παιδιά; Τι σε γοητεύει εσένα περισσότερο σε αυτό;

Νομίζω επειδή οι χαρακτήρες του είναι ταυτόχρονα ρεαλιστικοί, αλλά και σύμβολα. Αυτό είναι και το μεγαλείο του συγγραφέα: να κάνει τον αναγνώστη να ταυτίζεται απόλυτα με κάποιον από τους χαρακτήρες του. Είναι σαν να ζεις κι εσύ μέσα στο βιβλίο. Κι έτσι η ιστορία γίνεται δική σου ιστορία. Και θες να την ξαναζήσεις. Γιατί είναι ωραίος ο κόσμος της φαντασίας. Μπορείς να πας όπου θες. Εμένα τουλάχιστον αυτό με γοήτευε. Κάθε φορά ζούσα στο σπίτι των αδερφών Μαρτς. Κάθε φορά ερωτευόμουν τον Λώρυ. Τέτοιοι χαρακτήρες είναι σταρ. Θα μπορούσα σίγουρα να έχω αφίσα στο δωμάτιο μου τη Τζο και τον Λώρυ. Η κόρη μιας φίλης πήγε σπίτι μετά από την παράσταση και άρχισε να γράφει μυθιστόρημα. Σε χαρτιά, όχι σε τετράδιο, γιατί η Τζο είχε χειρόγραφα! Η αλήθεια των χαρακτήρων της Άλκοτ μιλάει κατευθείαν στην ψυχή των παιδιών, κοντά δύο αιώνες τώρα, και τα παιδιά αγαπούν την αλήθεια.

Ποια είναι η σημασία του παιδικού θεάτρου και τι θα ήθελες εσύ ως δημιουργός να πάρουν τα παιδιά φεύγοντας από μια παράσταση;

Ζούμε σε μια εποχή «λογικής επεξεργασίας», «εκμάθησης», «κατανόησης». Η εκπαίδευση προσανατολίζεται γύρω από το χτίσιμο δεξιοτήτων. Κι έχουμε ξεχάσει πόσο σημαντικό είναι για ένα παιδί να νιώσει, να φανταστεί, να συγκινηθεί, να ταυτιστεί, να νοιαστεί. Τι γίνεται λοιπόν μ’ αυτές τις παραγκωνισμένες δεξιότητες; Αυτές οι δεξιότητες είναι που «χτίζουν» ανθρώπους, χωρίς αυτές είμαστε μηχανές. Εγώ θέλω τα παιδιά στην παράσταση να ξεχαστούν. Να ξεχάσουν ποιοι «πρέπει» να είναι για λίγο. Να χαθούν σ΄ έναν κόσμο που δεν είναι αγώνας δρόμου. Μου λένε για τα ωραία «μηνύματα» της παράστασης. Μου έκανε εντύπωση αυτό, γιατί δεν είχα στο νου μου να περάσω κανένα μήνυμα. Ήθελα απλά μια παράσταση που κι εγώ μπορώ να αφεθώ. Τα «μηνύματα» θα έρθουν αργότερα. Ή και ποτέ. Χαρά και συγκίνηση μόνο. Αυτό θέλω να πάρουν. Κι αυτά τα παιδικά γέλια μου είναι αρκετά.

 Διαφέρει τελικά μια παιδική παράσταση από μια παράσταση ενηλίκων;

Μια παιδική παράσταση χρειάζεται σίγουρα περισσότερη δουλειά. Οι μουσικές είναι περισσότερες, ο συνδυασμός κίνησης, τραγουδιού και υποκριτικής θέλει πολλή δουλειά για να πετύχεις μία ισορροπία. Επίσης, κάποια θέματα πρέπει να τα προσεγγίσεις με ιδιαίτερη ευαισθησία και αυτό θέλει σκέψη, ώστε να μπορέσεις να αποφύγεις την ωμότητα και την έντονη δραματικότητα και να διατηρήσεις τη συγκίνηση. Το έχουν πει πολλοί γενικά, τα παιδιά είναι οι πιο δύσκολοι θεατές. Δεν θα κρατήσουν τα προσχήματα: αν κάτι τους αρέσει το δείχνουν, αν κάτι δεν τους αρέσει επίσης. Οπότε είναι μεγάλη πρόκληση να φτιάξεις μία παράσταση που θα κρατήσει το ενδιαφέρον των παιδιών. Πόσο μάλλον μια παράσταση σαν τις «Μικρές Κυρίες», που απευθύνεται σε μεγάλο εύρος ηλικιών, από παιδιά μέχρι ενήλικες.

Τι άλλο ετοιμάζετε με την εταιρεία σου για αυτό τον χειμώνα;

Φέτος παίζω και στο «2:22: A Ghost Story» σε σκηνοθεσία του Φάνη Μουρατίδη στο θέατρο Αλάμπρα σε παραγωγή των Θεατρικών Επιχειρήσεων Τάγαρη. Οπότε το χειμώνα θα τον περάσω με τις «Μικρές μου Κυρίες» και την υπέροχη παρέα συνεργατών από το «2:22». Για αργότερα και για του χρόνου συζητάμε διάφορα, τίποτα οριστικό ακόμη. Σε κάθε περίπτωση έχουμε ξεκινήσει ως εταιρία φέτος μαζί με την αγαπημένη μου συνεργάτιδα Άντα Κουγιά και την επικοινωνία θεατρικών παραστάσεων, οπότε τρέχουμε και αυτό το απαιτητικό κομμάτι όλη τη σεζόν με πολλές συνεργασίες ήδη. Τα καλύτερα έρχονται!