«Όλες οι αποφάσεις που λαμβάνουμε και ο τρόπος που τοποθετούμαστε στο κοινωνικό γίγνεσθαι είναι πολιτική»

Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου, ψυχή της ομάδας Young Quill και του Θεάτρου Μπέλλος, αν και είναι μόλις 28 ετών έχει αποδείξει ήδη τις σκηνοθετικές της ικανότητες, έχει βραβευτεί, είναι μητέρα ενός πεντάχρονου αγοριού και παράλληλα είναι υπεύθυνη και στο Θεατρικό Εργαστήρι του Σωφρονιστικού Καταστήματος Κορυδαλλού Ι. Φέτος, επιλέγει να ανεβάσει την παρανοϊκή πολιτική κωμωδία «Μεμοράντουμ» του Βάτσλαβ Χάβελ, ένα αιχμηρό σχόλιο για τη γραφειοκρατία, το κράτος και το σύστημα.

Γιατί επέλεξες το «Μεμοράντουμ» του Βάτσλαβ Χάβελ για τη φετινή σεζόν στο θέατρο Μπέλλος; Τι σε κινητοποίησε να ανεβάσεις το συγκεκριμένο έργο; 

Ο Χάβελ τοποθετεί την ιστορία του έργου σ’  ένα εντελώς καφκικό σύμπαν ενός δημόσιου οργανισμού. Διαβάζοντας την πλοκή του έργου, εκτός από κάποιες αναχρονιστικές αναφορές, δεν υπάρχει τίποτα στην εξέλιξη της που να μην την καθιστά σύγχρονη και επίκαιρη. Μέσα από αυτή την πλοκή προκύπτει ένα εξαιρετικά εύστοχο πολιτικό, ηθικό και υπαρξιακό ερώτημα που αφορά στη σχέση των ανθρώπων με το σύστημα. Τι κάνει κανείς απέναντι σ’ ένα σύστημα που το αναγνωρίζει ως αναξιοκρατικό και δυσλειτουργικό, αλλά ταυτόχρονα ξέρει ότι αν συγκρουστεί μαζί του θα ηττηθεί και θα παραγκωνιστεί; Ο Χάβελ δεν απαντά σ’ αυτό το ερώτημα, απλώς το θέτει με τρόπο εκκωφαντικό. Αυτό είναι και το ερώτημα που έχουμε αποπειραθεί να εγείρουμε κι εμείς μέσα από την παράσταση.

Η σύγκρουση του ατόμου με το σύστημα μπορεί τελικά να οδηγήσει κάπου, ή είναι μια παρτίδα  εκ προοιμίου χαμένη;

Όλες οι συγκρούσεις οδηγούν κάπου, ακόμα κι αν αυτό είναι μια σκληρή συνειδητοποίηση. Φυσικά και ο άνθρωπος μπορεί να αποσταθεροποιήσει το σύστημα. Το ίδιο το σύστημα είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα και ακριβώς επειδή κατά καιρούς ο άνθρωπος συγκρούεται μαζί του, βιώνουμε κοινωνικοπολιτικές μεταβολές. Το ερώτημα είναι πώς και γιατί το σύστημα αναγεννάται πάντα μέσα από τις στάχτες του. Μια προφανής απάντηση θα ήταν η τάση του ανθρώπου για εξουσία. Από την άλλη αξίζει κανείς να διευρύνει το ερώτημα και σε άλλα πεδία ιστορικών κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων και διαφοροποιήσεων που ξεφεύγουν από τα στενά όρια των ατομικών ενορμήσεων.

Παρόλα αυτά, θα έλεγε κανείς πως αυτό το σύστημα που μας πνίγει, είμαστε εμείς οι ίδιοι που το δημιουργούμε και το τρέφουμε. Δεν είναι παράδοξο όλο αυτό; Μπορεί τελικά το άτομο να αλλάξει το κράτος;

Σε μια πραγματικότητα με τόσο έντονες κοινωνικές, φυλετικές και οικονομικές ανισότητες, η γενίκευση που αφορά στη σύγκρουση του ατόμου με το σύστημα είναι σχεδόν αδύνατη. Φυσικά, το κράτος, οι θεσμοί και οι δομές αντικατοπτρίζουν σε μεγάλο βαθμό τις ανάγκες και τις επιθυμίες μια κοινωνίας, αλλά διαμορφώνονται από μια πολύ συγκεκριμένη μερίδα ανθρώπων. Η ασάφεια που κρύβεται πίσω από τη φράση «το άτομο δημιουργεί το σύστημα» είναι μια «νίκη» του συστήματος, που μας καθιστά ανήμπορους να ιχνηλατήσουμε την πορεία σύμφωνα με την οποία λαμβάνονται αποφάσεις. Όλοι μας συντηρούμε παραμέτρους και εκφάνσεις του συστήματος, αλλά η μετάβαση από τη μικρή στη μεγάλη κλίμακα εμπεριέχει πολλά ενδιάμεσα στάδια τα οποία αγνοούμε. Επομένως, η αίσθηση της παραδοξότητας προκύπτει από το εσκεμμένα ερεβώδες και δαιδαλώδες στοιχείο που διατρέχει εκφάνσεις του συστήματος στην προσωπική και την κοινωνική μας ζωή. Εν ολίγοις, το ίδιο το άτομο σπάνια είναι συνειδητό ή έχει την απόλυτη γνώση του πώς επηρεάζει το σύστημα.

Το έργο γράφτηκε ως σχόλιο κατά του σοβιετικού καθεστώτος της Τσεχοσλοβακίας και στην Ελλάδα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του ’70, ως σχόλιο κατά της Χούντας των Συνταγματαρχών. Πού ακουμπάει έναν σημερινό θεατή; Υπάρχουν ομοιότητες μεταξύ αυτών των τριών εποχών;

Το έργο ασκεί έντονη κοινωνική κριτική σε οτιδήποτε απολυταρχικό, τυπολατρικό και άκριτα επιβεβλημένο. Ιχνηλατεί σχέσεις εξουσίας και τρόπους που ο άνθρωπος καθίσταται πολιτικά και ιδεολογικά ανελεύθερος ή/και ανίδεος. Θεωρώ ότι τέτοιου είδους πρακτικές, ενίοτε απροκάλυπτες και άλλοτε περισσότερο συγκεκαλυμμένες, μας είναι εξαιρετικά οικείες σήμερα. Συνεπώς, αυτό είναι και το πιο «σκοτεινό» σημείο του έργου, ότι ενώ γράφτηκε για να στηλιτεύσει το σοβιετικό καθεστώς της Τσεχοσλοβακίας, φαίνεται ότι σήμερα μπορεί κάλλιστα να στηλιτεύσει τον τρόπο λειτουργίας του δημοσίου, μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών, πολιτικών κομμάτων και κυβερνήσεων.

Λέει ο Χάβελ ότι «το θέατρο μπορεί να απεικονίσει την πολιτική, ακριβώς επειδή δεν έχει πολιτικούς στόχους». Τι σημαίνει αυτό για εσένα και τον τρόπο με τον οποίο δουλεύεις;

Σε όλα τα ζητήματα υπάρχει μια πολιτική διάσταση, όσο εξατομικευμένα και να μοιάζουν. Θεωρώ ότι από αυτό εμπνέεται η δήλωση του Χάβελ. Το θέατρο έχει τη δυνατότητα να αναδείξει τη σημασία της κοινωνίας των πολιτών, τον τρόπο που επηρεάζεται ο πολίτης από την κοινωνία των πολιτών και αντίστροφα. Σ’ αυτό το πλαίσιο, όλες οι αποφάσεις που λαμβάνουμε και ο τρόπος που τοποθετούμαστε στο κοινωνικό γίγνεσθαι είναι πολιτική, δηλαδή επηρεάζει και αλληλοεπιδρά με την κοινωνία των πολιτών. Άλλωστε, η διευκρίνηση του Χάβελ ότι «το θέατρο δεν έχει πολιτικούς στόχους» διαφαίνεται και μέσα από τα έργα του, καθώς ο ίδιος θέτει καίρια ερωτήματα χωρίς να υποδεικνύει τις απαντήσεις.

Επιλέγεις  πάντα κείμενα με έντονο πολιτικό προσανατολισμό.  Τι σε ελκύει σε αυτά;

Δεν πιστεύω σε αυτή τη διάκριση. Θεωρώ ότι όλα τα έργα έχουν πολιτικό προσανατολισμό. Ακόμα και η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων μας ενέχει πολιτική τοποθέτηση. Επομένως, θα έλεγα ότι τα τελευταία δύο χρόνια επιλέγουμε έργα που αφορούν στη δύνη και στην αδυναμία, που νιώθει κανείς όταν έρχεται αντιμέτωπος με γεγονότα και καταστάσεις μεγάλης κλίμακας, που αισθάνεται ότι δεν μπορεί να επηρεάσει άμεσα και εύκολα, όπως ο πόλεμος.

Γιατί αποφάσισες να δημιουργήσεις τη δική σου ομάδα και ποιος ο στόχος των Υoung Quill;

Πιστεύω πολύ στη δύναμη της συλλογικής εξέλιξης, όταν φυσικά αυτό δεν στερεί από κανένα και την αίσθηση της ανάπτυξης προσωπικής πορείας. Το γεγονός ότι συγκεκριμένοι καλλιτέχνες επανέρχονται συστηματικά για να συνδιαλλαχθούν και να συν-δημιουργήσουν, αναπτύσσει έναν κώδικα που συνεχώς μεταβάλλεται και εξελίσσεται κι έτσι μας αναγκάζει να επανατοποθετούμαστε τόσο ως μονάδες όσο και συλλογικά. Ακριβώς επειδή υπάρχουν αυτές οι μεταβολές το «μαζί» στο πλαίσιο μιας ομάδας είναι απαιτητικό, αλλά όταν λειτουργεί μοιάζει εξαιρετικά απελευθερωτικό, καθώς η εμπιστοσύνη που αναπτύσσεται μεταξύ των μελών της ομάδας ενθαρρύνει το δημιουργικό ρίσκο. Η διατήρηση αυτής της συνθήκης εμπιστοσύνης και πάθους για επαναφορά στη συν-δημιουργία είναι ο στόχος μας.

Ταυτόχρονα, έχεις αναλάβει και το θεατρικό  εργαστήρι του Σωφρονιστικού Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού Ι. Τι ακριβώς κάνετε εκεί και πώς είναι αυτή η εμπειρία για εσένα;

Από τον Οκτώβριο έως τον Ιούνιου κάθε σεζόν λειτουργεί το θεατρικό εργαστήριο του καταστήματος κράτησης Κορυδαλλού Ι, στο οποίο συμμετέχουν 30 με 35 κρατούμενοι. Τα μαθήματα θεάτρου λαμβάνουν χώρα δύο με τρεις φορές την εβδομάδα. Στη λήξη κάθε σεζόν παρουσιάζεται μια παράσταση αρχαίου δράματος, τόσο για έτερο πληθυσμό εντός του καταστήματος όσο και για λοιπούς προσκεκλημένους, όπως φίλοι και συγγενείς των συμμετεχόντων και του διοικητικού προσωπικού. Για εμένα αυτή η εμπειρία είναι μαγική. Παρατηρώ ανθρώπους να μετατοπίζονται συθέμελα στο πέρασμα του έτους κι αυτό μου φαίνεται τρομερά ελπιδοφόρο. Αντιλαμβάνομαι τη δύναμη του θεάτρου ως σωφρονιστικό εργαλείο, καθώς παρατηρώ τον τρόπο που έμπρακτα άνθρωποι διαφοροποιούν σταδιακά την κοινωνική τους συμπεριφορά μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία. Επιπλέον, το γεγονός ότι τα μέλη του εργαστηρίου βρίσκονται στην πιο ματαιωμένη στιγμή της ζωής τους και παρόλα αυτά μέσα από το θέατρο βρίσκουν τη δύναμη να διεκδικήσουν έμπρακτα τη δεύτερη ευκαιρία, ενισχύει την πίστη μου για τη δύναμη της θέλησης.