Ο Γιούντεγιαν είχε την αίσθηση ότι η κοιμώμενη πόλη τον προκαλούσε. Η πόλη τον χλεύαζε. Δεν τον ενοχλούσαν οι υπναράδες τον Γιούντεγιαν, ας ξάπλωναν στο βρομερά κρεβάτια τους, ας ξάπλωναν στην αγκαλιά των λάγνων θηλυκών τους, αποκαρωμένοι θα έχαναν τις μάχες της ζωής· τον εξόργιζε η κοιμισμένη πόλη στο σύνολό της, κάθε κλειστό παράθυρο, κάθε μανταλωμένη πόρτα, κάθε κατεβασμένη περσίδα· τον εξόργιζε το γεγονός ότι δεν είχε δώσει αυτός την εντολή να κοιμηθεί η πόλη.
Το μυθιστόρημα “Θάνατος στη Ρώμη” είναι η ιστορία μιας χούφτας ανθρώπων που κουβαλούν την κληρονομιά του χιτλερικού καθεστώτος -ως θύματα και ως θύτες. Συναντιούνται στη Ρώμη -την πόλη του Καίσαρα, του Μουσολίνι, του πάπα- λίγα χρόνια μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αναβιώνοντας σε μια ατμόσφαιρα υποβλητική, στο σκηνικό της Αιώνιας Πόλης, το ζοφερό παρελθόν του γερμανικού φασισμού.
Με λόγο αιχμηρό και διεισδυτική ψυχολογική οξυδέρκεια, ο Κoeppen σκιαγραφεί το πολιτικά ένοχο ιστορικό του ολέθριου γερμανικού παρελθόντος, αναδεικνύοντας τον κούφιο εθνικισμό και τη χρεοκοπημένη ιδεολογία του ναζισμού, αλλά και τις καταστροφικές συνέπειές του στον ψυχισμό των ανθρώπων που βίωσαν τη φρίκη του. Ταυτόχρονα όμως φέρνει στο φως τη λαχτάρα για κάθαρση και αλλαγή, σε ένα έργο που αποτελεί ορόσημο στη γερμανική μεταπολεμική λογοτεχνία.