Οι γυρολόγοι συγκέντρωναν τα χρησιμοποιημένα χαρτιά, τα οποία προωθούνταν για ανακύκλωση στη χαρτοβιομηχανία της εποχής. Ωστόσο, η συνολική κατανάλωση χαρτιού ήταν περιορισμένη, αγγίζοντας μόνο μερικές χιλιάδες τόνους ετησίως. Πριν τα χαρτιά οδηγηθούν στην ανακύκλωση, συχνά επαναχρησιμοποιούνταν ως υλικό συσκευασίας, με τις εφημερίδες να τυλίγουν ψάρια, αυγά και λαχανικά στα παντοπωλεία και τις αγορές.
Το χαρτί που χρησιμοποιούσαν οι χασάπηδες και τα στρατσόχαρτα που αξιοποιούνταν σε κρεοπωλεία και ιχθυοπωλεία αποτελούσαν τις κυριότερες μορφές ανακυκλωμένου χαρτιού εκείνης της εποχής. Οι παλιές εφημερίδες, οι οποίες ήταν σπάνιες και κυκλοφορούσαν σε περιορισμένα αντίτυπα, χρησίμευαν κυρίως για τη συσκευασία προϊόντων. Οι ψαράδες, για παράδειγμα, αν δεν είχαν βούρλα, δημιουργούσαν χωνιά από εφημερίδες για να τοποθετούν τα ψάρια που πουλούσαν. Αντίστοιχα, οι μπακάληδες τύλιγαν τα αυγά και οι μανάβηδες συσκεύαζαν φρούτα και λαχανικά με αυτά τα χαρτιά.
Οι ανακυκλωτές, γνωστοί ως παλιοχαρτάδες, συγκέντρωναν τις χρησιμοποιημένες εφημερίδες και τις μεταπωλούσαν ως υλικό συσκευασίας στα καταστήματα. Η μεταφορά γινόταν είτε στην πλάτη τους είτε, στην καλύτερη περίπτωση, με ένα μικρό κάρο. Εκείνη την περίοδο, τα χαρτιά πολυτελείας ήταν σπάνια και τα περισσότερα χαρτικά προϊόντα εισάγονταν. Από την εγχώρια παραγωγή, περίπου το 60% των υλικών προερχόταν από παλιά χαρτιά που οι συλλέκτες συγκέντρωναν από δρόμους, τυπογραφεία και εργοστάσια.
Η διαδικασία της συλλογής χαρτιού ήταν δύσκολη και απαιτητική. Οι γυρολόγοι μετέφεραν με τα χέρια ή με σακιά 50-100 κιλά χαρτιού. Τα κάρα ήταν προνόμιο λίγων. Δεν υπήρχαν μηχανικά μέσα ή πρέσες για τη διαχείριση του χαρτιού. Μόνο σε περιπτώσεις μεγάλων φορτίων, χρησιμοποιούνταν ξύλινα πλαίσια για τη συμπίεση και δεματοποίηση των χαρτιών. Οι πρώτες πρέσες εμφανίστηκαν μεταπολεμικά, αλλά μέχρι και πρόσφατα, πολλοί ανακυκλωτές εξακολουθούσαν να μεταφέρουν χαρτιά με σακιά, μετακινούμενοι από γειτονιά σε γειτονιά.
Σήμερα, η διαδικασία έχει εξελιχθεί σημαντικά. Οι σύγχρονοι συλλέκτες χαρτιού χρησιμοποιούν τρίκυκλα και μικρά φορτηγά. Στις αγορές της Αθήνας και σε άλλες πόλεις, από νωρίς το πρωί, άνθρωποι σέρνουν καροτσάκια γεμάτα χαρτοκιβώτια. Παράλληλα, οι χαρτοβιομηχανίες έχουν επεκταθεί. Οι πρώτες μεγάλες μονάδες ιδρύθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα, όπως η χαρτοποιία Λαδόπουλου στην Πάτρα, η Χαρτοποιία Αιγίου και η Αθηναϊκή Χαρτοποιία. Η δεκαετία του 1960 υπήρξε ορόσημο, καθώς η ανακύκλωση άρχισε να οργανώνεται συστηματικά, με επιχειρηματίες όπως ο Ηλίας Κυριακόπουλος να εισέρχονται στον κλάδο.
Η χαρτοβιομηχανία αναπτύχθηκε με νέες μονάδες παραγωγής, όπως η Βιοχαρτική στον Ασπρόπυργο και η ΠΑΚΟ στην Πελασγία. Επιπλέον, η Θεσσαλική και η ΜΕΛ Θεσσαλονίκης ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν αγροτικά υπολείμματα, όπως άχυρο, για την παραγωγή χαρτιού. Σήμερα, εκατοντάδες φορτηγά μεταφέρουν καθημερινά χαρτί για ανακύκλωση από όλη την Ελλάδα, με την κατανάλωση να έχει ξεπεράσει το 1.200.000 τόνους ετησίως, συγκριτικά με τους 400.000 τόνους το 1976.
Αν και η διαδικασία της ανακύκλωσης έχει προοδεύσει, η Ελλάδα υπολείπεται άλλων ευρωπαϊκών χωρών σε επίπεδο οργάνωσης. Ετησίως, 350.000 τόνοι χρησιμοποιημένου χαρτιού συλλέγονται, εκ των οποίων οι 250.000 προέρχονται από μεγάλους παραγωγούς (σούπερ μάρκετ, βιομηχανίες, τυπογραφεία), ενώ οι υπόλοιποι 100.000 τόνοι συγκεντρώνονται από νοικοκυριά και γραφεία. Χιλιάδες εργαζόμενοι βιοπορίζονται από τη συλλογή και μεταπώληση χαρτιού, είτε από τυπογραφεία και γραφεία είτε από τα σκουπίδια και τις αγορές.
Σήμερα, προϊόντα όπως χαρτιά υγείας, συσκευασίας και χαρτοκιβώτια παράγονται από ανακυκλωμένο χαρτί. Ωστόσο, δεν έχει θεσπιστεί μια ολοκληρωμένη πολιτική για την ενίσχυση της ανακύκλωσης, με ελλείψεις σε νομοθετικές ρυθμίσεις, εκπαίδευση, οικονομικά κίνητρα και ενημέρωση. Η ζήτηση για ανακυκλωμένα προϊόντα παραμένει χαμηλή, γεγονός που εμποδίζει την περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου. Παρότι η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να επιτύχει υψηλότερα ποσοστά ανακύκλωσης, απαιτείται περισσότερη στήριξη και ευαισθητοποίηση των πολιτών για να επιτευχθεί ένα βιώσιμο μοντέλο ανακύκλωσης χαρτιού.