«Βλέπω το ψέμα να επιβραβεύεται, η αλήθεια ανοίγει μέτωπα»

 Η Στρατούλα Θεοδωράτου μας συγκίνησε πριν από αρκετά χρόνια με τη μικρού μήκους ταινία της «Όχι πια Ιστορίες Αγάπης» (2003). Από τότε, αφιερώθηκε στο ντοκιμαντέρ, αλλά αυτή τη σεζόν επέστρεψε στη μυθοπλασία με την πρώτη της ταινία μεγάλου μήκους, «Πανίδα», η οποία έκανε την πρεμιέρα της στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Η ταινία ακολουθεί μια φωτορεπόρτερ, έναν αρχιτέκτονα και τον ηλικιωμένο, ανοϊκό πατέρα του, οι οποίοι εγκλωβίζονται στο κέντρο της Αθήνας, σε μια ημέρα γεμάτη αόριστα και εκτεταμένα επεισόδια. Η υποχρεωτική συμβίωσή τους εξελίσσεται απρόβλεπτα, καθώς περνά ο χρόνος αναδεικνύονται ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, σχέσεις εξάρτησης και ανεξέλεγκτος θυμός. Όλοι τους εμπλέκονται σε μια τεράστια οικολογική καταστροφή, με μια πυρκαγιά που κατέστρεψε δάση και κατοικημένες περιοχές, αφήνοντας πίσω της δεκάδες θύματα.

Τι είναι η «Πανίδα»;

Αυτήν την ερώτηση δεν ξέρω πώς να την απαντήσω…. Θα μπορούσα να πω ότι είναι μια διαδραστική δραματική κομεντί, απαιτεί τη συμμετοχή του θεατή, κι ο καθένας που θα τη δει, θα βγάλει διαφορετικά συμπεράσματα για τα γεγονότα και τους χαρακτήρες. Θα μπορούσα να πω ότι μιλάει για την απληστία που καταστρέφει το περιβάλλον, για τη διαφθορά που ξεκινάει ύπουλα, και μπορεί να βρεθείς να την υπηρετείς χωρίς καλά-καλά να το καταλάβεις, πώς η εμμονή για το κέρδος φέρνει καταστροφές, ή να πω για τη μνήμη, πόσο βασανιστική μπορεί να γίνει και πόσο καταστροφική είναι η απώλειά της. Πραγματικά, δεν ξέρω αν μπορώ να απαντήσω ικανοποιητικά…

Πώς προέκυψε η ιδέα για την ταινία; Υπάρχει κάποια συγκεκριμένο γεγονός που συνδέεται με αυτή;

Δεν υπάρχει ένα γεγονός, αλλά πολλά μικρά ασήμαντα συμβάντα, συμπληρωμένα από τη φαντασία. Το πλαίσιο της πυρκαγιάς μπήκε από την ανυπόφορη πραγματικότητα των καλοκαιριών μας, που η ηδονική τους ατμόσφαιρα καταστρέφεται κάθε χρόνο απ’ αυτή τη φρίκη. Μελετώντας μεγάλα οικονομικά σκάνδαλα των τελευταίων ετών, για ένα ντοκιμαντέρ που έκανα, εντυπωσιάστηκα με τις συνδέσεις που είχαν μεταξύ τους και την επανάληψη των ονομάτων που εμπλέκονταν. Και κάπως έτσι, δημιουργήθηκε η πρώτη ύλη για το σενάριο. Μετά, προστέθηκαν άλλα στοιχεία, ιδέες που κατασκεύασε η φαντασία μου.

Η ταινία εκτυλίσσεται στο κέντρο της Αθήνας κατά τη διάρκεια μιας κοινωνικής αναταραχής. Γιατί επιλέξατε αυτή τη συνθήκη;

Καταρχάς, εξυπηρετούσε τη δράση, την κατάσταση που ήθελα να δημιουργήσω. Επιπλέον, είχε το πλεονέκτημα να εικονογραφεί τη γενικότερη σύγκρουση που διαπραγματεύεται η ταινία.  Οι ήχοι των συγκρούσεων που φτάνουν απ’ έξω συνδέονται με τη σύγκρουση που διεξάγεται μέσα. Με ενδιέφερε επίσης να μεταφέρω αυτή την αίσθηση του στριμώγματος των συγκρούσεων που υπάρχει στην Αθήνα, λόγω των στενών δρόμων, των ψηλών κτιρίων, των μικροσκοπικών πλατειών. Οι πορείες στην Αθήνα, όταν τις ζεις από κοντά, δεν έχουν αυτό το «μεγαλείο» που βλέπουμε σε άλλες μεγάλες πόλεις, π.χ στο Παρίσι,  όπου τα επεισόδια, από εικαστική πλευρά,  έχουν ένα σχεδόν φουτουριστικό μεγαλείο.

Πώς οι τέσσερις ετερόκλητοι ήρωες της ταινίας συνυπάρχουν μέσα σε αυτό το σπίτι και πώς η αναζήτηση της αλήθειας λειτουργεί για τον καθένα τους;

Συνυπάρχουν αναγκαστικά, άλλοτε κρύβοντας κι άλλοτε ξεσπώντας τον θυμό τους. Για την αλήθεια δεν ενδιαφέρεται κανένας εκτός από την Άννα, κανείς δεν αναρωτιέται, όλα βαίνουν καλώς, μέχρι που αυτή αρχίζει να τους ενοχλεί. Μας αρέσει να πιστεύουμε ότι «κατά βάθος» ο ψεύτης υποφέρει, αλλά εγώ δεν το βλέπω αυτό γύρω μου. Αντιθέτως, βλέπω το ψέμα να επιβραβεύεται και να προσφέρει καλύτερες συνθήκες ζωής, η αλήθεια ανοίγει μέτωπα. Τώρα, το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει κάποιος, προκειμένου να αποτρέψει μια αποκάλυψη, όλο κι επεκτείνεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Η θολούρα και τα ψευδή στοιχεία χρησιμοποιούνται όλο και πιο συχνά για να αδρανοποιήσουν τον κόσμο.

Τελικά, υπάρχει μια αλήθεια;

Όταν μιλάμε για ιστορικά γεγονότα, ναι, υπάρχει. Μπορεί να διατυπώνονται πολλές ερμηνείες των αιτιών κι ο καθένας να επιλέγει αυτή που εξυπηρετεί τις θέσεις του, όμως τα συμβάντα, οι πράξεις, είναι συγκεκριμένες. Όταν πχ. κάποιος δίνει χρήματα σε έναν εκτελεστή για να δολοφονήσει έναν δημοσιογράφο, δεν υπάρχει τίποτε το σχετικό, ούτε είναι αποκάλυψη της αλήθειας το να πιάσεις τον εκτελεστή. Αποκάλυψη είναι να βρεις ποιος προσέλαβε τον εκτελεστή και για ποιον λόγο. Όμως, σε ζητήματα θεωρητικά, μάλλον δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε τον όρο «αλήθεια», υπό την έννοια ότι η αλήθεια πατάει πάνω σε αποδείξεις, χρειάζεται σαφήνεια. Ίσως είναι ορθότερο να μεταχειριζόμαστε άλλους όρους,  όπως  ηθική, αναγκαιότητα, συλλογικό καλό, δικαιοσύνη κλπ.

Υπάρχει ένας συσσωρευμένος θυμός στην ταινία. Τι  τον προκαλεί και πώς τον βιώνετε εσείς προσωπικά εντός του κοινωνικού πλαισίου;

Θα έλεγα ότι στην ταινία ο θυμός συνδέεται με την αδικία, όλοι αισθάνονται αδικημένοι, όλοι θεωρούν ότι δεν παίρνουν αυτό που αξίζουν, ότι οι υπόλοιποι δεν εκτιμούν αυτό που έχουν προσφέρει. Η Άννα βέβαια έχει κι έναν θυμό που έρχεται από αλλού, από τη μάχη που δίνει φωτογραφίζοντας πολύ σκληρές καταστάσεις, για να εισπράξει κυρίως τη συγκατάβαση, ή την αδιαφορία.

Εγώ αισθάνομαι ότι ο εγωκεντρισμός της πλειοψηφίας των Ελλήνων και η αδιαφορία για τη διαχείριση της χώρας επιδεινώνεται, και μάλιστα μετά την καραντίνα, έχει κορυφωθεί. Από τη δεκαετία του ’90  ξεκίνησε μια καλπάζουσα λαχτάρα για ατομική ανέλιξη. Το «θέλω να περνάω καλά πάση θυσία» είναι η νεύρωση της εποχής. Έτσι, βρεθήκαμε σε μια κοινωνία που από τη μια  παραιτείται γιατί δε θέλει άλλο να ζορίζεται, κι από την άλλη εξοργίζεται όταν διαπιστώνει ότι όσο αυτή παραιτείται, τόσο προελαύνουν οι δυνάμεις εκείνες που της στερούν βασικά δικαιώματα. Τελευταία, όλοι είναι έτοιμοι να επιτεθούν στον διπλανό τους, αλλά ελάχιστοι διακρίνουν το πολιτικό σύστημα, που προξενεί όλη αυτή τη νοσηρότητα. Φτάσαμε σε κάτι τόσο ακραίο, όπως αυτό που συνέβη στα Τέμπη, για να κατανοήσουμε πόσο άμεσα μπορεί να πλήξει την ίδια την επιβίωσή μας  η εξουσία που διορίζουμε, όταν ρουσφετολογεί, αδιαφορεί για την ευημερία των πολλών και ξεχαρβαλώνει το κράτος με σαθρά επιχειρήματα.

Πρόκειται για μια ταινία δωματίου. Ποιες οι προκλήσεις και οι δυσκολίες που αντιμετωπίσατε;

Η μεγαλύτερη δυσκολία είναι ότι δεν έχεις πολλές δυνατότητες πλαναρίσματος και κίνησης. Έχω ιδιαίτερη αδυναμία στο βάθος πεδίου, στην «ΠΑΝΙΔΑ» δεν είχα πολλές δυνατότητες αξιοποίησής του και μου έλειψε. Πρέπει να βρεις τρόπους να αποδώσεις τις διαφορετικές καταστάσεις των ηρώων με ελάχιστα μέσα, στην ουσία μόνο με τους ηθοποιούς. Ούτε φωτιστικά μπορούσαμε να κάνουμε τρομερά πράγματα, γιατί υπήρχε μια συνθήκη ρεαλισμού (όλη η ιστορία διαδραματίζεται στη διάρκεια μιας ημέρας). Μεγάλη πρόκληση ήταν ο ηχητικός σχεδιασμός της ταινίας, καθώς θα έπρεπε να φέρνει αυτό που συμβαίνει έξω από το σπίτι, στο εσωτερικό του. Οι διαρκείς συναισθηματικές μεταβολές των ηρώων ήταν μια πρόκληση πολύ ενδιαφέρουσα, γιατί έπρεπε να αποδοθούν με λεπτομέρειες, να έχουν όλες τις λεπτές αποχρώσεις. Πάντως, το μεγαλύτερο μου πρόβλημα, ήταν η τρομερή πίεση χρόνου, οι λίγες μέρες που είχα για γυρίσματα, λόγω του χαμηλού budget και των ανειλημμένων υποχρεώσεων των ηθοποιών. Αυτό, υποσχέθηκα στον εαυτό μου, ότι δε θα το ξανακάνω!

Πώς βλέπετε σήμερα τον ελληνικό κινηματογράφο;

Από καλλιτεχνική πλευρά- σε γενικές γραμμές- νομίζω ότι είναι σε μια από τις καλύτερες περιόδους του.

Επόμενα σχέδια

Ετοιμάζω το σενάριο της επόμενης ταινίας μου, προσπαθώ να πείσω κάποιο κανάλι να ενδιαφερθεί για τις  τηλεοπτικές προτάσεις που έχω ετοιμάσει για σήριαλ, κι αυτή τη στιγμή είμαι στα γυρίσματα ενός ντοκιμαντέρ. Άμεση προτεραιότητα όμως είναι να ολοκληρώσω επιτέλους το «φινίρισμα» του επόμενου βιβλίου μου, που έχει καθυστερήσει πολύ, εξ’ αιτίας όλων αυτών που κάνω ταυτόχρονα…