To 1856 o Virchow περιέγραψε την αθηροσκλήρωση
ως « Ενδαρτηρίτιδα » .
Νέα δεδομένα υποδηλώνουν έντονα ότι οι
αθηροσκληρωτικές διεργασίες ως επί το πλείστον
προκαλούνται από ανοσοποιητικούς μηχανισμούς,
υποβαθμίζοντας τον ρόλο των παραδοσιακών
παραγόντων κινδύνου όπως το κάπνισμα ή ο διαβήτης
τύπου ΙΙ.
Τα δεδομένα έδειξαν ότι περίπου το 40% των ατόμων με
έμφραγμα ή εγκεφαλικό επεισόδιο δεν εκτέθηκαν ποτέ σε
αυτούς τους παράγοντες κινδύνου.
Από την άλλη πλευρά, αποδείχθηκε ότι η αθηρογένεση
επιταχύνεται από ανοσοπαθολογικά προβλήματα –
όπως : Συστηματικό Ερυθηματώδη Λύκο ,
Αντιφωσφολιπιδικό Σύνδρομο , Ρευματοειδή Αρθρίτιδα
και Αγγειίτιδα.
Το Ανοσοποιητικό Σύστημα δρα επί του
Ενδοθηλιακού τοιχώματος και προκαλεί έναν
φλεγμονώδη καταρράκτη , οδηγώντας σε μια
προοδευτική φλεγμονώδη διαδικασία – χαμηλού βαθμού –
του αρτηριακού αγγειακού τοιχώματος , σε απόκριση
συσσώρευσης και οξείδωσης λιποπρωτεϊνών.Εικ.1
Έχουν προταθεί Αυτοαντισώματα έναντι :
oxidized LDL ( oxLDL),
Καρδιολιπινών ,
beta2-glycoprotein-I και
¨heat-shock protein 60/65.
Οι πρωτεΐνες θερμικού σοκ (HSPs) υπερπαράγονται
από τα Ενδοθηλιακά Κύτταρα, σαν απάντηση στους
γνωστούς risk factors, υποβάλλονται σε επεξεργασία
από μακροφάγα και παρουσιάζονται σε Τ-και Β-
λεμφοκύτταρα, που οδηγεί σε ενεργοποίηση της
αυτοανοσίας.
Επιπλέον, οι HSP ενεργοποιούν επίσης το έμφυτο
σύστημα ανοσίας που προκαλεί την παραγωγή κυτοκινών.
Αυτή η διαδικασία οδηγεί σε επιπλοκές της
αθηρωματικής Πλάκας: (ΡΗΞΗ και ΘΡΟΜΒΩΣΗ).
Επίσης εμπλέκονται κυταροκίνες στον Φλεγμονώδη
Ανοσολογικό καταρράκτη
Oι φλεγμονώδεις αρθροπάθειες έχουν συσχετιστεί
τόσο με αυξημένο επιπολασμό καρδιαγγειακών
παραγόντων κινδύνου, όσο και με αυξημένη
επίπτωση καρδιαγγειακών επεισοδίων.
Ο βαθμός στεφανιαίας αθηροσκλήρωσης που
παρατηρείται σε ασθενείς με Ρευματικά Νοσήματα
μπορεί να είναι τόσο επιταχυνόμενος, και
εκτεταμένος όπως σε ασθενείς με Σακχαρώδη
Διαβήτη.
Ένα τέτοιο υπόστρωμα συστηματικής φλεγμονής –
που προάγει την ανάπτυξη καρδιαγγειακής νόσου
– αποτελεί κυρίαρχο χαρακτηριστικό σε μία
πλειάδα ρευματικών παθήσεων.
Αυτό συναντάται χαρακτηριστικά στην
ρευματοειδή αρθρίτιδα, η οποία μάλιστα θεωρείται μία
αυτοάνοση πάθηση φλεγμονώδους φύσεως, όπως
ακριβώς και η αθηροσκλήρωση.
Περίπου το 80% των ασθενών με ρευματοειδή αρθρίτιδα
(RA) πάσχουν από συννοσηρότητα που περιλαμβάνει
πάνω από 50% από καρδιαγγειακές ασθένειες (CV).
Οι ασθενείς με Συστηματικό Ερυθηματώδη λύκο είχαν
τριπλάσιο κίνδυνο για καρδιακή προσβολή
και διπλάσιο κίνδυνο για εγκεφαλικό επεισόδιο σε
σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό (Avina-Zubieta et al,
2017).
Επιπλέον, ο κίνδυνος ήταν υψηλότερος, κατά το πρώτο
έτος -μετά τη διάγνωση του λύκου.
Η ψωρίαση (Ps) και η ψωριασική αρθρίτιδα (PsA)
ανήκουν στην οικογένεια των ανοσο διαμεσολαβούμενων
φλεγμονωδών διαταραχών, επηρεάζοντας κυρίως το
δέρμα και τις αρθρώσεις.
Η Ψωρίαση – Ψωριασική Αρθρίτιδα (Ps) και η
Αθηροσκλήρωση έχουν παρόμοιο Ανοσολογικό
παθογόνο προφίλ.
Και οι δύο μοιράζονται ένα παρόμοιο ιστολογικό
σxήμα που περιλαμβάνει: ενεργοποιημένα
Λεμφοκύταρα (Th1⁄Th17cells), προφλεγμονώδεις
κυτοκίνες και φλεγμονώδη κύτταρα,
συμπεριλαμβανομένου του δέρματος, των ιστών των
αρθρώσεων και των μακροφάγων ενδοθηλιακού
τοιχώματος.
Σύμφωνα με αυτή την άποψη, οι ψωρίαση και
ψωριασική αρθρίτιδα -προσφέρουν μια ανεκτίμητη
ευκαιρία για να ενισχύσουμε τις γνώσεις μας για
την Αθηροσκληρωτική Καρδιαγγειακή Νόσο.
Οι καρδιαγγειακές εκδηλώσεις συγκεκριμένης
αυτοάνοσης νόσου μπορεί να είναι ήπιες και
κλινικά αθόρυβες, μπορούν επίσης να αυξήσουν
σημαντικά τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα,
και – ως εκ τούτου – απαιτούν την έγκαιρη
διάγνωση και θεραπεία.
Δεδομένης της πολυπλοκότητας της αλληλεπίδρασης
μεταξύ αυτοανοσίας και καρδιαγγειακών
συμβαμάτων, είναι αναγκαίες περαιτέρω μελέτες
επικεντρωμένες σε υπο-φαινότυπους για τη βελτίωση των
γνώσεών μας και για την αναγνώριση ειδικών
προγνωστικών γενετικών βιοδεικτών.
Η CRP, είναι ένας δείκτης συστηματικής φλεγμονής, που
έχει αναγνωριστεί ως έγκυρος βιοδείκτης καρδιαγγειακού
κινδύνου CVD.
Επιπλέον, οι ανοορρυθμιστικές και αντιφλεγμονώδεις
δράσεις των στατινών μπορεί να επηρεάσουν τη
χρησιμότητά τους στο πλαίσιο της χρόνιας φλεγμονώδους
αυτοάνοσης ασθένειας.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
Η έγκαιρη αναγνώριση των ρευματικών παθήσεων
και των επιπλοκών τους- και η ανεύρεση
προγνωστικών δεικτών – είναι μείζονος σημασίας, για
την βελτίωση της ποιότητας ζωής των ίδιων των
ασθενών και την ελάφρυνση του
κοινωνικοοικονομικού τους φορτίου.
Επιπλέον, οι θεραπείες που κατευθύνονται προς τη
φλεγμονώδη διαδικασία είναι ζωτικής σημασίας για τη
μείωση της νοσηρότητας και θνησιμότητας των
καρδιαγγειακών νοσημάτων.