Αν έχεις βρεθεί ποτέ να στέκεσαι μπροστά στο ψυγείο στις 23:47 φορώντας πιτζάμες, αναρωτιόμενος πώς γίνεται να λιγουρεύεσαι κρέπα με μερέντα ενώ είχες φάει κανονικότατα βραδινό πριν τρεις ώρες… δεν είσαι μόνος. Καλώς ήρθες στη σκοτεινή ζώνη της βραδινής λιγούρας, όπου η λογική κοιμάται και το στομάχι… ξυπνά.
Γιατί, όμως, το βράδυ; Γιατί όχι στις 10:00 το πρωί ή στις 14:30 μετά το μεσημεριανό; Τι μαγικό –ή σατανικό– συμβαίνει με τις βραδινές ώρες;
Είναι βιολογικό;
Ναι. Έχει να κάνει με τους κιρκάδιους ρυθμούς σου. Ο εγκέφαλός σου, κατά τη διάρκεια της ημέρας, στέλνει σήματα πείνας και κορεσμού με βάση το φως, τη δραστηριότητα και τις ορμόνες. Το βράδυ, όμως, η μελατονίνη –η ορμόνη του ύπνου– αρχίζει να αυξάνεται, ενώ η λεπτίνη (ορμόνη που καταστέλλει την πείνα) πέφτει. Παράλληλα, αυξάνεται η γκρελίνη, που διεγείρει την όρεξη. Μαντεύεις τι ακολουθεί; Σουβλάκια με τζατζίκι στα όνειρα.
Κι όχι μόνο. Ορισμένες μελέτες δείχνουν ότι το σώμα σου, λίγο πριν τον ύπνο, αναζητά ενέργεια – ίσως ως μηχανισμός επιβίωσης από τα αρχαία χρόνια. Το σώμα δεν ξέρει ότι εσύ απλώς θα δεις Netflix και θα κοιμηθείς. Νομίζει ότι ίσως χρειαστείς ενέργεια για να παλέψεις με έναν τίγρη. Ή έστω με την επόμενη μέρα.
Είναι συναισθηματικό;
Πολύ. Το βράδυ είναι η ώρα που τα πράγματα ησυχάζουν. Οι υποχρεώσεις τελειώνουν, οι φωνές του σπιτιού μειώνονται, και μένεις εσύ με σένα. Κι αν η μέρα σου δεν ήταν και τόσο γλυκιά, τότε ναι, το παγωτό μπορεί να γίνει παρηγοριά. Τότε είναι που το φαγητό λειτουργεί σαν εσωτερική αγκαλιά. Όχι γιατί πεινάς, αλλά γιατί σου λείπει κάτι. Ίσως ξεκούραση. Ίσως συντροφικότητα. Ίσως επιβράβευση. Κι αντί να το πεις, το τρως.
Είναι συνήθεια;
Είναι και αυτό. Αν ο οργανισμός σου έχει μάθει ότι κάθε βράδυ βλέπει Netflix με σνακ, τότε το απαιτεί. Αν κάθε φορά που αγχώνεσαι για την επόμενη μέρα πας στην κουζίνα, τότε ο εγκέφαλος το μαθαίνει. Δημιουργούνται νευρωνικά μονοπάτια: στρες = κουλουράκι. Κούραση = σοκολάτα. Μοναξιά = σάντουιτς. Κι όσο επαναλαμβάνεται, τόσο γίνεται αυτοματισμός.
Τι τρώμε συνήθως;
Σπάνια θα λαχταρήσεις αγγουράκι με ξύδι στις 11 το βράδυ. Η βραδινή λιγούρα έχει όνομα και επίθετο: υδατάνθρακες και λιπαρά. Ό,τι δίνει άμεσα ενέργεια και προκαλεί απόλαυση. Ζυμαρικά, σοκολάτες, ψωμάκια, πίτσες. Φαγητά που ανεβάζουν απότομα τη σεροτονίνη, προκαλώντας προσωρινή χαλάρωση. Το σώμα αναζητά comfort food – γιατί ξέρει ότι κάτι σε αναστατώνει.
Και μετά;
Μετά έρχεται η ενοχή. Το γνωστό “γιατί το έφαγα;”, “είμαι αδύναμος”, “δεν μπορώ να κρατηθώ”. Κι εκεί παγιδεύεσαι. Γιατί το φαγητό έγινε από παρηγοριά, αιτία ενοχής. Και την επόμενη φορά που θα νιώσεις πίεση, θα το αναζητήσεις ξανά – για να σβήσεις την ενοχή της προηγούμενης φοράς. Ένας φαύλος κύκλος που σε αφήνει γεμάτο… αλλά άδειο.
Μπορείς να το αλλάξεις;
Μπορείς. Όχι κόβοντας απότομα τη βραδινή απόλαυση, αλλά παρατηρώντας:
- Πότε σου έρχεται η λιγούρα; Μετά από συγκεκριμένες σκέψεις ή συναισθήματα;
- Τι σε βοηθά να χαλαρώσεις χωρίς φαγητό; Ένα ντους; Μια αγκαλιά; Λίγη μουσική;
- Αν πεινάς πραγματικά, μπορείς να φας κάτι ελαφρύ – χωρίς να νιώθεις ντροπή γι’ αυτό.
- Και κυρίως: Μην το κάνεις θέμα. Μη στήνεις δίκη κάθε βράδυ μπροστά στο ντουλάπι.
Η λιγούρα το βράδυ δεν είναι αδυναμία. Είναι σήμα. Ίσως ότι χρειάζεσαι ξεκούραση. Ίσως ότι δεν πρόλαβες να φροντίσεις τον εαυτό σου. Ίσως ότι έχεις ανάγκη από λίγη ζεστασιά, ακόμα κι αν αυτή έρχεται σε μορφή μπισκότου. Το θέμα δεν είναι να νικήσεις τη λιγούρα. Είναι να τη διαβάσεις. Να δεις τι πραγματικά θέλει να σου πει.
Και την επόμενη φορά που θα πας στην κουζίνα τα μεσάνυχτα, μην ξεκινήσεις με το “όχι πάλι”. Ξεκίνα με το “τι μου λείπει;”. Ίσως έτσι… δεν σου λείψει τίποτα.
Φήμες λένε πως δεν είναι η λιγούρα που μας καταβάλει, αλλά ο τρόπος που τη βλέπουμε.