Ο Αντώνης Τζωρτζακάκης είναι ο άνθρωπος που συνέβαλε στον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας, αφού διατέλεσε Γενικός Γραμματέας Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΓΓΤΤ) του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης με υπουργό Επικρατείας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης τον Κυριάκο Πιερρακάκη. Αυτή τη φορά όμως μας εκπλήσσει, καθώς περνάει στον χώρο της λογοτεχνίας, δημοσιεύοντας το πρώτο του βιβλίο με «Μπίζνες αζ γιούζουαλ» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Χρόνια ανώτερο στέλεχος ιδιωτικών εταιρειών, ξέρει τον επιχειρηματικό κόσμο εκ των έσω, αλλά με αυτή τη συλλογή διηγημάτων έχει στόχο να πει ιστορίες…
Πώς χωράει στο φορτωμένο πρόγραμμα ενός διευθυντικού στελέχους η συγγραφή; Από πότε ξεκίνησες να γράφεις;
Η αλήθεια είναι ότι το καθημερινό επαγγελματικό πρόγραμμα είναι εξαιρετικά βεβαρημένο, τόσο σε όγκο όσο και σε πολυπλοκότητα και απαιτεί αφοσίωση και επιμονή. Το «Μπιζνες αζ γιούζουαλ» είναι μία σχετικά μικρή συλλογή είκοσι διηγημάτων, σχεδόν 20.000 λέξεις μόνο. Εντούτοις χρειάστηκε πάνω από 20 μήνες αφιέρωσης του μέγιστου δυνατού ελεύθερου χρόνου που είχα διαθέσιμο. Το σημαντικό είναι ο ελεύθερος αυτός χρόνος να είναι πραγματικά ελεύθερος, υπό την έννοια του νοητικού ελεύθερου χώρου, ώστε να μπορείς να δουλέψεις αυτές τις ώρες απερίσπαστος και αφοσιωμένος. Μην ξεχνάμε επίσης ότι η επιθυμία βρίσκει πάντα χώρο και χρόνο.
Δεν έγραφα εντατικά από μικρός. Έγραφα κυρίως σποραδικά σε διάφορες φάσεις της ζωής μου, ιδίως τις πιο επίπονες. Αυτό που δεν παρέλειπα ποτέ είναι να διαβάζω φανατικά λογοτεχνία. Είναι μέρος της ζωής μου από το σχολείο ακόμα, μάλλον ανεξήγητο.
Τι θα διαβάσει ο αναγνώστης στο «Μπίζνες ας γιούσουαλ»;
Το «Μπίζνες ας γιούζουαλ» έχει μόνο στόχο να πει τις ιστορίες. Ζωντανές ιστορίες σαν αυτές που συμβαίνουν καθημερινά στους ανθρώπους. Ιστορίες που γεννιούνται στον επαγγελματικό, οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο. Επιχειρηματίες, στελέχη, συνάδελφοι, φίλοι, πατέρες, μητέρες, γιοι, κόρες. Μια διαρκής μάχη επιβίωσης, επιβολής και εξουσίας. Αριβισμός, κυνισμός, ναρκισσισμός, φόβος, φθόνος, αδιαφορία, υποκρισία, μυρωδιές που αναδύονται από φανταχτερά γραφεία, σπίτια, αυτοκίνητα. Αλλά και αγάπη, ακεραιότητα, αντοχή. Όλα μαζί αθροίζονται και αφαιρούνται σε ένα αέναο ξεκαθάρισμα λογαριασμών του καθενός με τους άλλους αλλά κυρίως με τον εαυτό του.
Τι σε κινητοποίησε για την κάθε ιστορία;
Η σύλληψη κάθε ιστορίας έχει… την ιστορία της. Το ελατήριο να γράψεις μια ιστορία είναι η επιδίωξη, ο αναγνώστης να ανασύρει μια ξεχασμένη αίσθηση, μια ναρκωμένη συγκίνηση ακόμα και μια σχεδόν άγνωστη πλευρά του εαυτού του. Οτιδήποτε στον φυσικό ή στον νοητικό κόσμο μπορεί να αποτελέσει ερέθισμα, μια κατάσταση, η ανθρώπινη επαφή, ένα βίωμα, ένας χαρακτήρας, μια συμπεριφορά, μια άλλη διήγηση, ένα όνειρο, μια μελωδία, μια σκηνή από ένα θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο. Κάτι από αυτά, συνήθως ένας συνδυασμός αυτών, διεγείρει κάποιο κέντρο της συγγραφικής προσοχής και συγκίνησης, που οδηγεί στην αφήγηση. Συνηθέστατα, ο καταλύτης για αυτή τη διέγερση είναι ο πόνος.
Σκέφτεσαι να δοκιμαστείς στο μέλλον και σε μεγαλύτερη φόρμα, ένα μυθιστόρημα ας πούμε;
Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, άλλα δεν θεωρώ το διήγημα ένα είδος εφηβείας που κάποτε θα οδηγήσει στην ενηλικίωση του μυθιστορήματος. Παρότι ως αναγνώστης έχω διαβάσει συντριπτικά περισσότερα μυθιστορήματα, έχω στερεή αγάπη στη μικρή φόρμα, στο διήγημα, κυρίως λόγω του γρήγορου ρυθμού, της απόλυτα συνεκτικής δομής, της συμπύκνωσης των νοημάτων και της αμεσότητας των μηνυμάτων. Επίσης ισχυρά εκτιμώ ότι ταιριάζει περισσότερο στις σύγχρονες αναγνωστικές συνήθειες, που διαμορφώνονται εξωγενώς, όπως ο κατακερματισμός του χρόνου και της προσοχής λόγω των καταιγιστικών προσωποποιημένων ερεθισμάτων, ανεξάντλητος αγωγός των οποίων, είναι η τεχνολογία.
Τι ρόλο έχει η λογοτεχνία στην καθημερινότητα ενός ανθρώπου που συνέβαλλε στον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας; Υπάρχει κάποιο διήγημα που είναι εμπνευσμένο από την εμπειρία εκείνης της περιόδου;
Η λογοτεχνία έχει καθημερινό ρόλο στη ζωή κάθε ανθρώπου. Η πλαστή παραδοξότητα που ευρύτατα κυκλοφορεί ότι οι άνθρωποι της τεχνολογίας ζουν και κινούνται σε έναν αποστειρωμένο, δυστοπικό, ψηφιακό κλωβό, που εμποδίζει τα κύματα της τέχνης, της αισθητικής και της ευαισθησίας να εισχωρήσουν, δεν ευσταθεί. Προσωπικά, έβλεπα πάντα τέχνη και επιστήμη, φυσικό και ψηφιακό καμβά σαν ένα αδιαίρετο σύνολο, που υπηρετεί τον άνθρωπο. Στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης, αν κάποια μυθιστορία έχει την έμπνευσή της από εκείνη τη συγκεκριμένη περίοδο, η απάντηση είναι όχι. Έμμεσα βέβαια, ό,τι συμβαίνει, ειδικά σε τόσο έντονες περιόδους όπως εκείνες, επηρεάζουν ασυνείδητα τον εσωτερικό μας αλγόριθμο.