Ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Μάρκελλος και η ηθοποιός Ελένη Στεργίου, ιδρυτικά μέλη των This Famous Tiny Circus theater group, ταξίδεψαν με τον συνεργάτη τους Πέτρο Μακρή στο Βουκουρέστι και κατέγραψαν, στην κάμερα και στο χαρτί, μαρτυρίες πολιτών που έζησαν τις στερήσεις, τον φόβο, την ανασφάλεια και την λογοκρισία του καθεστώτος Τσαουσέσκου. Οι συγκλονιστικές αφηγήσεις τους έγιναν το έδαφος για να γεννηθεί το τέταρτο θεατρικό έργο του Κωνσταντίνου Μάρκελλου, «Δυο πορτοκάλια για τα Χριστούγεννα…», που ανεβαίνει στο θέατρο «Εν Αθήναις».
Τι συμβαίνει στο «Δυο πορτοκάλια για τα Χριστούγεννα»;
Ε.Στ. – Το έργο ξεκινάει με τον Βλαντ, που πυροβολήθηκε στα επεισόδια που ακολούθησαν την ανατροπή του δικτάτορα. Ζει, ακόμη, με δύο σφαίρες σφηνωμένες στο κορμί του κι έχει μια ιστορία να αφηγηθεί. Ο Λουτσιάν, με το αινιγματικό και ένοχο παρελθόν του, διευθύνει έναν εκδοτικό οίκο και αναζητά μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν στα περιθώρια της Ιστορίας και «φαντασιώθηκαν την επανάσταση». Η Αντρία, που μόλις έχασε την μητέρα της, ψάχνει – ως πολιτική επιστήμονας και ως κόρη- απαντήσεις. Αποτολμά να ανοίξει τον φάκελο των Μυστικών Υπηρεσιών που αφορά στους γονείς της κι έρχεται αντιμέτωπη με αλήθειες που θα κλονίσουν κάθε της βεβαιότητα. Οι ζωές των τριών διασταυρώνονται και σύντομα, τα πρόσωπα, συνειδητοποιούν πως οι τραγικές επιπτώσεις της πολιτικής στον ιδιωτικό και τον δημόσιο βίο και οι κληρονομημένες ενοχές, δεν τους επιτρέπουν να συνυπάρχουν αρμονικά σε μία κοινωνία που θέλει να αποκαλείται «ελεύθερη», αν και φέρει ακόμη ανοιχτά τα τραύματα του παρελθόντος, ατομικά και συλλογικά.
Ταξιδέψατε στη Ρουμανία για τη συγγραφή του έργου. Τι σας συνδέει με τη χώρα και πώς προέκυψε η όλη ιδέα; Ποια ήταν η πιο ιδιαίτερη στιγμή αυτού του ταξιδιού;
Κ.Μ – Πήγαμε στο Βουκουρέστι με την πρόθεση να συναντήσουμε την Ιρίνα Νίστορ, τη γυναίκα που επί καθεστώτος Τσαουσέσκου μεταγλώττισε με τη φωνή της πάνω από 3.000 παράνομα εισαγόμενες αμερικανικές βιντεοταινίες. Θα γράφαμε ένα έργο γι’ αυτήν… Το δεύτερο βράδυ βρεθήκαμε στο σπίτι μιας φίλης της, η οποία θα μας μιλούσε για την εμπειρία της με τη θέαση των ταινιών. Εκεί γνώρισα, εντελώς τυχαία, τον Βλαντ, το… αουτσάιντερ, όπως τον ονόμασα στο τέλος. Προσφέρθηκε να μας μιλήσει για τα δικά του βιώματα. Μας αποκάλυψε τα τραύματά του, σωματικά και μη. Μας μίλησε για τις δυο σφαίρες που «κοιμούνται» ακόμη μέσα του, από τη νύχτα της 21ης Δεκεμβρίου του ’89, όταν τον πυροβόλησαν. Τελειώνοντας την αφήγησή του, ήξερα κιόλας πώς και με ποιον θα άρχιζε, τελικά, το έργο μου! Η στιγμή που συνειδητοποίησα ότι ήμουν έτοιμος να αφήσω στην άκρη ένα ολόκληρο σχέδιο, για να βουτήξω σε ένα νέο, άγνωστο κόσμο ήταν η πιο ιδιαίτερη του ταξιδιού.
Πώς διεξήχθη η έρευνά σας και πώς τελικά δημιουργήθηκε το κείμενο της παράστασης; Πώς συνδυάζετε το ιστορικό ντοκουμέντο με τη μυθοπλασία;
Κ.Μ – Πήραμε συνεντεύξεις από τους αληθινούς πρωταγωνιστές της Ιστορίας, διαβάσαμε ιστορικές πηγές, μπήκαμε στα κτίρια, όπου οι Ρουμάνοι πολίτες έζησαν τον φόβο, τις στερήσεις, την ανασφάλεια και περπατήσαμε στους δρόμους, όπου «φαντασιώθηκαν την επανάσταση», ένα καλύτερο αύριο. Άλλο ένα υπαρκτό πρόσωπο, η Αντρία, η ξεναγός μας στο Βουκουρέστι, με σπουδές στις πολιτικές επιστήμες, έγινε θεατρικός χαρακτήρας. Η πληροφορία που μας μετέφερε για την ύπαρξη ενός ιδρύματος, όπου κρατούνται οι φάκελοι των Μυστικών Υπηρεσιών από το ’70 ως το ’89, έδωσε την έμπνευση για την πιο ηχηρή ανατροπή μέσα στο έργο. Φυσικά, τα περιστατικά της ζωής του πραγματικού Βλαντ και της πραγματικής Αντρία είναι διογκωμένα, για χάρη της μυθοπλασίας. Αποκύημα της οποίας είναι ο Λουτσιάν, ο τρίτος χαρακτήρας του έργου, ο οποίος με το δικό του, μυθοπλαστικό, σκοτεινό παρελθόν λειτουργεί σαν συνεκτικός ιστός ανάμεσα στα ιστορικά ντοκουμέντα και τα προσωπικά βιώματα, που φέρνουν οι άλλοι δύο χαρακτήρες στη σκηνή.
Μέσα από τη συνολική εμπειρία αυτής της παράστασης, πώς λειτουργεί τελικά το συλλογικό τραύμα;
Ε.Στ. – Το συλλογικό τραύμα κάθε κοινωνίας σε κάθε εποχή στραγγαλίζει, αναπόφευκτα, το άτομο. Κάθε «ιδιωτικό» τραύμα διογκώνεται, όταν η κοινωνική συνθήκη νοσεί, όταν το άτομο δεν μπορεί να ξεφύγει από τις φυλακές που έστησε γι’ αυτό ο περίγυρός του, η οικογένεια, το σχολείο, το κράτος. Έτσι δυσχεραίνει και κάθε προσπάθεια κατανόησης και συγκρότησης του εαυτού. Μέχρι, το άτομο, να αναγνωρίσει τις δυνάμεις που το καθορίζουν (αυτές που πιέζουν απ’ έξω κι αυτές που πηγάζουν από μέσα του), μέχρι να αποσπάσει από τη ζωή τις κατάλληλες απαντήσεις και γίνει λίγο πιο σοφός, φτάνει στο χείλος του θανάτου. Εκεί θα ανοίξει μια νέα πληγή – ενοχή, η οποία – στην καλύτερη των περιπτώσεων – θα μεταβιβαστεί στην επόμενη γενιά που, μην μπορώντας να κληρονομήσει την εμπειρία, είναι υποχρεωμένη να «πάθει για να μάθει», να βαδίσει την ίδια διαδρομή και να διανύσει την ίδια απόσταση, ώστε να κατανοήσει την αφετηρία, τη ρίζα του, που είναι τελικά και η αφετηρία κάθε δεινού στη ζωή του.
Γιατί τελικά είναι τόσο δύσκολη η συνύπαρξη;
Ε.Στ. – Το έργο λειτουργεί ως παραβολή της ζωής. Οι ήρωες κουβαλάνε το παρελθόν τους για το οποίο δεν ευθύνονται, όμως το παρελθόν του καθενός έρχεται σε απόλυτη σύγκρουση με του άλλου. Επιρρίπτουν κάθε ευθύνη στους «πατεράδες τους και τις μανάδες τους», στην κοινωνική και πολιτική κατάσταση, στην εξουσία που επέβαλε αυτή την κατάσταση για τόσα χρόνια, αλλά και σ’ αυτούς που την ανέχτηκαν για τόσα χρόνια. Παλεύουν να συνυπάρξουν, αλλά αποτυγχάνουν. Το παρελθόν τους έκρυψε πολλά μυστικά που τώρα βγαίνουν στο φως. Και για όλους όσοι τόλμησαν να ψάξουν να βρουν απαντήσεις, το μέλλον δεν προμηνύεται λαμπρό. Οι πληγές της γενιάς τους δεν θα κλείσουν εύκολα. Όσο κι αν θέλουν να προχωρήσουν, βάζουν οι ίδιοι τρικλοποδιά στον εαυτό τους και μένουν μόνοι να μισούν σχεδόν τον εαυτό τους κι όλα όσα τους έφερε, ή τους κρατάει στάσιμους σε αυτή την κατάσταση. Τα τραύματά τους είναι, τελικά, τα εμπόδια τους να ευτυχήσουν.
Πώς η Ιστορία της Ρουμανίας και του κομμουνιστικού καθεστώτος αφορά τελικά ένα σημερινό θεατή στην Ελλάδα σήμερα, πέρα από το ιστορικό ενδιαφέρον που έχει η περίοδος αυτή;
Κ.Μ – Η Ιστορία και τα γεγονότα που παρουσιάζονται στο έργο ήταν μόνο η αφορμή να μιλήσουμε για κάτι ευρύτερο, που αφορά κάθε πολίτη της κάθε χώρας σε κάθε ιστορική περίοδο και συγκυρία. Όπως και στα τρία προηγούμενα θεατρικά μου έργα («Η Απαγωγή της Τασούλας», «Χορευτική Πανούκλα», «Η Ίτσα του Σάσμα), έτσι και στα «Δυο Πορτοκάλια» τα ντοκουμέντα χρησίμευαν ως βάση για να φτιαχτεί ένα έργο, που θα συνομιλεί με τον σημερινό θεατή και θα του θέτει ερωτήματα που τον αφορούν διαχρονικά, όπως η θέση του ως πολιτικό και κοινωνικό ον, η σχέση του με την εξουσία, ή η στάση του απέναντι σε αυτήν, οι ματαιώσεις του, οι προσδοκίες του, η ευθύνη του απέναντι στο σύνολο.
Τι δηλώνει ο τίτλος «Δυο πορτοκάλια για τα Χριστούγεννα»;
Ε.Στ. – Ο τίτλος κρύβει μια πολύ συγκινητική ιστορία. Κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων – συζητήσεων με τους ανθρώπους που συναντήσαμε στο Βουκουρέστι, όλοι μίλησαν για τις στερήσεις που βίωσαν, σε όλα τα επίπεδα, αλλά κυρίως για την πείνα, τις ουρές, τα δελτία σίτισης, τις μικρές ποσότητες φαγητού που δικαιούταν η κάθε οικογένεια. Οι διαφορετικού ύφους αφηγήσεις καθενός και καθεμιάς από αυτούς, είχαν έναν κοινό παρονομαστή. Μια λεπτομέρεια που κανένας δεν ξεχνούσε να αναφέρει και που για μένα αποτέλεσε και την πιο ιδιαίτερη στιγμή (που δεν ήταν μία, αλλά τέσσερις) σε όλο το ταξίδι μας. Όλοι, περίπου, κατέληγαν στη φράση «Κάθε Χριστούγεννα, όμως, παρά την πολιτική λιτότητας, δικαιούμασταν δύο πορτοκάλια κάθε οικογένεια.» Μας περιέγραφαν τη λαχτάρα με την οποία τα περίμεναν και τα έτρωγαν (μέχρι τέλους, πολλές φορές και τη φλούδα) και λέγοντάς μας αυτό, συγκινούνταν βαθιά. Ενεργοποιώντας, σχεδόν, τους σιελογόνους αδένες τους (και μας, φυσικά) μας μετέδιδαν κάθε μνήμη, κάθε βίωμα, κάθε συναίσθημα. Το είπε ο πρώτος, σκεφτήκαμε πόσο δύσκολα θα πέρασαν με την πείνα. Το είπε ο δεύτερος, κοιταχτήκαμε μεταξύ μας. Το είπε ο τρίτος αρχίσαμε να μην αισθανόμαστε βολικά πάνω στις καρέκλες. Το είπε και ο τέταρτος κι ανατριχιάσαμε. Και κάπως έτσι, αυθόρμητα και από κοινού, μας ήρθε ο τίτλος. Το σκεφτήκαμε συγχρόνως. Ήταν μια κοινή βιωματική εμπειρία, που δεν μας άφηνε άλλη επιλογή. Όταν επιστρέψαμε συναντήσαμε μια συνάδελφο ηθοποιό, που μας ρώτησε ποια θα είναι η επόμενη δουλειά μας. Όταν της αναφέραμε τον τίτλο, δάκρυσε γιατί θυμήθηκε τον πατέρα της και τις στερήσεις που εκείνος έζησε στην Ελλάδα, αλλά και τη χαρά που αισθανόταν κάθε φορά που έβρισκε ένα πορτοκάλι για να φάει… Εκεί συνειδητοποίησα ότι το πορτοκάλι για ολόκληρες γενιές (και για εμάς πλέον) δεν είναι ένα απλό φρούτο. Θα μπορούσε να αναχθεί σε κάτι σαν σύμβολο.