Ο διακεκριμένος συγγραφέας Δημήτρης Τσεκούρας κυκλοφορεί το νέο του queer μυθιστόρημα «Ο εραστής του Ντεβ Μάρτιν» από τις Εκδόσεις Βακχικόν, ενώ παράλληλα ετοιμάζεται και για την πρεμιέρα του καινούργιου του θεατρικού έργου « «Εννιά», που θα ανέβει στο Θέατρο Φούρνος από τις 2 Δεκεμβρίου.
«Ο εραστής του Ντεβ Μάρτιν» είναι το νέο σου βιβλίο. Τι συμβαίνει σε αυτό;
Αφορμή για να αρχίσει να ξετυλίγεται το κουβάρι της πλοκής του μυθιστορήματος ήταν το παρανοϊκό μάλλον και εντελώς δυστοπικό συμβάν ότι ένας συγγραφέας, με το παράξενο ψευδώνυμο Άδης Δαμίγος, που βρίσκεται σε writer’s block συλλαμβάνεται μια ωραία πρωία από δύο αστυνομικούς για έναν φόνο, που έκανε στον ύπνο του. Χωρίς κανέναν προφανή λόγο και χωρίς να αισθανθεί την παραμικρή τύψη, σκότωσε μπαμ και κάτω τρεις ποιήτριες.
Πώς εμπνεύστηκες αυτή την ιστορία, αλλά και κάθε ιστορία που γράφεις;
Όπως έχω πει και άλλη φορά, μου είναι αδύνατον να στρωθώ να γράψω, εάν δεν μου καρφωθεί στο μυαλό μια λέξη ή μια εικόνα. Έτσι έγινε και τώρα. Μου σφηνώθηκε στο μυαλό η εικόνα που σου ανέφερα πριν -μια εικόνα τελείως ουρανοκατέβατη- και αυτό ήταν όλο… το μικρόβιο είχε ήδη μπει. Δεν ξεκινάω ποτέ, έχοντας κάποιο συγκεκριμένο πλάνο. Αυτό έρχεται νέλα νέλα, σιγά σιγά δηλαδή, που λένε οι αγαπημένοι μου Γεωργιανοί. Η έμπνευση είναι σαν κατάρα, η οποία, ωστόσο, πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπ’ όψιν. Μέσα στο βιβλίο υπάρχει ένα μικρό υποκεφάλαιο, στο οποίο περιγράφω τι ακριβώς σημαίνει η λέξη «έμπνευση» για μένα. Το παν, όμως, είναι αυτή η πρώτη βασανιστική εικόνα, που, αν δεν έρθει, στυλό στο χέρι μου δεν πιάνω…
Λες ότι είναι ένα queer μυθιστόρημα; Γιατί; Τι σημαίνει για σένα «queer»;
Queer, κατ’ αρχάς, είναι το αλλόκοτο, το ανοίκειο, το παράξενο, το μη κατατάξιμο και όλα τα συναφή. Εδώ και αρκετά χρόνια πλέον, όμως, η χρήση της λέξης έχει να κάνει με ζητήματα που αφορούν στη σεξουαλικότητα, με θέματα που αφορούν στην ταυτότητα φύλου και τα λοιπά γνωστά· πράγματα που, δεν σου κρύβω καθόλου, ότι είναι λυμένα στο μυαλό μου εδώ και εκατό χρόνια. Και ενώ ο όρος «queer λογοτεχνία» με έβρισκε, κατά βάση, αντίθετο, εν συνεχεία, καθότι είμαι και πάρα πολύ κυκλοθυμικός, άρχισε να με ερεθίζει πολύ εγκεφαλικά και να θεωρώ ότι, κατά κάποιον τρόπο, ίσως να είναι χρέος μου καλλιτεχνικό να καταθέσω συγγραφικά τη δική μου εκδοχή επί του θέματος. Όπερ και νομίζω πως έπραξα. Και προσπάθησα όλα τα πρόσωπα που παρελαύνουν να είναι πολύ queer… Ειδικά ο Ανακριτής, αλλά και μία γυναίκα ονόματι Φρίμπα… αυτή κι αν είναι queer… Και πλάκα πλάκα, όσο το σκέφτομαι, οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές, ο Ντεβ Μάρτιν και ο εραστής του, ίσως να είναι τα λιγότερο queer πρόσωπα του βιβλίου. Αυτοί -και οι δύο- είναι δύο «σκληρά αντράκια», το καθένα με τον τρόπο του, που βρίσκονται περιστασιακά, κάνουν σεξ, σνιφάρουν κάνα δυο γραμμούλες κοκαΐνης, κι ύστερα κάθονται τσίτσιδοι και αναλύουν τον Οιδίποδα. Αν το καλοσκεφτείς, ο «Οιδίποδας» παίζει να είναι και το πιο queer έργο που έχει γραφθεί ποτέ. Το έργο που θέτει τα πλέον αρχετυπικά ερωτήματα ταυτότητας: Ποιος είμαι; Τι είμαι; Και πάνω απ’ όλα: Τίνος είμαι;
Δοκιμάζεσαι αυτή τη φορά σε μία πιο πολυδιάστατη αφήγηση. Πώς προέκυψε αυτή η ανάγκη;
Όσο η βασική ιστορία του βιβλίου άρχιζε να παίρνει σάρκα και οστά, έβλεπα ότι κάποια πράγματα φαινομενικά «ασυνάρτητα και ασύνδετα» μεταξύ τους άρχιζαν να μου έρχονται στο μυαλό. Στην αρχή προσπαθούσα να τα πετάξω. Αυτά όμως επέμεναν. Επέμεναν πολύ ενοχλητικά. Και τότε είπα ότι, για να επιμένουν, κάτι παραπάνω από εμένα θα ξέρουν αυτά… Κι όσο προχωρούσε η αφήγηση, καταλάβαινα, σχεδόν έκπληκτος, ότι αυτά τα «ασύνδετα» κομματάκια μια χαρά εξυπηρετούσαν τον υποδόριο σκοπό τους, γιατί οδηγούσαν την αφήγηση σε κάτι παρακλάδια που ούτε καν τα είχα σχεδιασμένα εξ αρχής. Παρακλάδια που είχαν να κάνουν με πρόσωπα-σκιές, με γλωσσικές μου αναζητήσεις, με εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες, με τσιτάτα, και ένα σωρό άλλα. Κι επειδή τον καιρό που έγραφα, είχα πάθει εκ νέου, μία εμμονή με τις ταινίες του Ντέιβιντ Λιντς, ο Ντέιβιντ Λιντς ήρθε κυριολεκτικά και με ξεμπλόκαρε. Διότι έσκισα ό,τι είχα γράψει, και έγραψα ξανά το βιβλίο από την αρχή προσπαθώντας να του δώσω μία μορφή παζλ, ενός παζλ που, κάποια κομμάτια του είναι τελείως ρεαλιστικά και κάποια άλλα καθόλου. Με τα μεταξύ τους όρια, εννοείται μπλεγμένα ενίοτε. Και ο Ντέιβιντ Λιντς είναι αυτός με τον οποίο «κλείνει» το μυθιστόρημα.
Χαρακτηρίζεις, λοιπόν, το βιβλίο αυτό «μυθιστόρημα-παζλ». Καλείται να λύσει κάποιον γρίφο ο αναγνώστης;
Ο αναγνώστης δεν καλείται να λύσει -παρεκτός εάν ο ίδιος το επιθυμήσει- κανέναν απολύτως γρίφο. Ιδανικά μιλώντας, ο αναγνώστης θα ήθελα να χαλαρώσει, να μην μπει στην ψυχαναγκαστική ενίοτε κατάσταση ότι πρέπει ντε και καλά «να καταλάβει» τι ακριβώς συμβαίνει. Θα ήθελα πολύ ο αναγνώστης να απολαύσει το βιβλίο σαν να είναι ποτό. Από εκείνα τα ποτά, όμως, που, χωρίς να είναι καθόλου επικίνδυνα και ουδόλως ναρκωτικά, σε κάνουν στην αρχή να χαζογελάς και μετά να συνοφρυώνεσαι. Ή ανάποδα… Και μετά την ανάγνωση να κοιμηθεί γλυκά… Μακάρι να το πέτυχα…
Είναι με κάποιο τρόπο και αστυνομικό μυθιστόρημα τελικά;
Απολύτως. Καταρχάς το μισό και παραπάνω μυθιστόρημα διαδραματίζεται μέσα σε ένα αστυνομικό τμήμα. Όχι και πολύ κανονικό αστυνομικό τμήμα ασφαλώς, αλλά οπωσδήποτε αστυνομικό τμήμα. Και το κεφάλαιο του βιβλίου με τον τίτλο «Η ανάκριση» είναι για μένα το πιο σημαντικό του βιβλίου. Χρησιμοποιώ εν προκειμένω τη λέξη «σημαντικό» κυριολεκτικά. Στη λεκτική και ιδεολογική αντιπαράθεση του κυρίου Ανακριτή με τον Άδη Δαμίγο τίθεται για μένα ένα υψίστης σημασίας προσωπικό διακύβευμα: Είναι δυνατόν άλλα να γράφει ένας συγγραφέας στα βιβλία του και άλλα να κάνει στον βίο του;
Παράλληλα στις 2 Δεκεμβρίου θα ανέβει στο θέατρο Φούρνος και το νέο σου θεατρικό έργο, το «Εννιά». Περί τίνος πρόκειται;
Πρόκειται για ένα παράξενο, αλλά όχι τρομακτικό, θρίλερ. Είναι δύο γυναίκες. Σαν ημίτρελες και σοφές ταυτόχρονα. Είναι νεκρές -μάλλον- και συναντιούνται «κατά τύχη» σε έναν -μάλλον- μεταθανάτιο τόπο. Αυτές οι γυναίκες είναι πολύ δεμένες μεταξύ τους. Κι αρχίζουν να θυμούνται πράγματα από «τότε που ζούσανε». Για την ακρίβεια θυμούνται ένα και μόνο ένα πράγμα. Για την ακρίβεια ένα πρόσωπο. Έναν άντρα που τον λέγανε Κουνστ. Ο Κουνστ μια μέρα αυτοκτόνησε. Και υποτίθεται πως άφησε ένα αδημοσίευτο χειρόγραφο. Κι ενώ ψάχνανε απεγνωσμένα αυτό το υποτιθέμενο χαμένο χειρόγραφο, βρήκανε κάτι άλλο τελικά. Ίσως κάτι πολύ σημαντικότερο από το χειρόγραφο. Βρήκανε μία απαρίθμηση που είχε κάνει ο Κουνστ των Εννιά πιο σημαντικών, κατά τη γνώμη του, πραγμάτων. Μόνο που ο Κουνστ δεν κατάφερε να ονοματίσει ποιο ακριβώς ήταν το Εννιά… Το περιέγραψε, αλλά ουδέποτε το ονομάτισε… Στην παράσταση παίζουν δύο γυναίκες ηθοποιοί, τις οποίες θαυμάζω: η Ναταλία Στυλιανού και η Αγγελική Καρυστινού. Και σκηνοθετεί μία νέα δημιουργός, η Θωμαΐς Τριανταφυλλίδου.
Έχουμε έναν γρίφο να λύσουμε λοιπόν;
Ναι. Ποια είναι τελικά αυτή η λέξη που δεν κατάφερε ο Κουνστ να προσδώσει σε αυτό το ένατο πράγμα; Οι δύο γυναίκες, όμως, στο τέλος του έργου, ναι, τη βρίσκουν τη λέξη. Κι αυτό είναι κάτι που σαν να τις λυτρώνει τελικά από τα πάντα.
Υπάρχει κάποια σύνδεση μεταξύ του βιβλίου και του θεατρικού;
Μα έχουν γραφθεί από τον ίδιο άνθρωπο! Από δύο διαφορετικές εκδοχές του ίδιου, όμως, ανθρώπου. Το «Εννιά» θα έλεγα ότι είναι, αν και τη σιχαίνομαι τη λέξη, ένα κουλτουριάρικο έργο. Το μυθιστόρημα είναι pop.
Τελικά τι κάνει για σένα καλό ένα βιβλίο ή ένα έργο;
Στην προκειμένη ερώτηση θα σου απαντήσω ως φανατικός αναγνώστης και όχι ως συγγραφέας: Όταν το βιβλίο ή το έργο, σε ανύποπτο χρόνο, έρχεται στο μυαλό μου αφότου έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που το διάβασα για πρώτη φορά.
Πότε καταλαβαίνεις πως το κείμενό σου είναι έτοιμο και πώς δουλεύεις μέχρι να φτάσεις στο τέλος του;
Δουλεύω πάντοτε σε κατάσταση μανίας και αυτισμού. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο για μένα. Τίποτε και κανένας. Μόνο η γάτα μου. Και μολονότι ένα κείμενο δεν είναι ποτέ έτοιμο, καταλαβαίνω ότι είναι έτοιμο, όταν θέλω να βγω έξω εντελώς μόνος μου και να γίνω λιώμα από το ποτό, αν και το έχω κόψει εδώ και μπόλικα χρόνια.
Αυτή τη στιγμή υπάρχει κάτι που σε περιτριγυρίζει; Έχεις αποφασίσει ποιο είναι το επόμενο βήμα;
Ετοιμάζουμε με τις Εκδόσεις Βακχικόν την εκδοτική έλευση στην Ελλάδα ενός συγκλονιστικού ποιητή από την Ιρλανδία. Του Simon O’ Faolain. Τον Simon τον γνώρισα στην Τιφλίδα, ερωτεύτηκα τη δουλειά του ακαριαία, γίναμε φίλοι και τώρα, σε απόλυτη συνεργασία μαζί του, μεταφράζω τα ποιήματά του από την αγγλική τους, και υπογεγραμμένη από τον ίδιο, εκδοχή. Αυτά για αρχή… κι έχει ο Θεός.