«Πιστεύω ότι δεν ζούμε στην κοινωνία, αλλά με την κοινωνία»

Ο Δημήτρης Νάκος, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, παραγωγός και διδάκτωρ του Πάντειου Πανεπιστημίου Kοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών στον τομέα του κινηματογράφου και της φιλοσοφίας, υπογράφει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του,το « Κρέας», ενός βουκολικού γουέστερ , που έκανε την  παγκόσμια πρεμιέρα στο 49ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο και απέσπασε τρία βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ανιχνεύοντας τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, μέσα από τον μικρόκοσμο μιας επαρχιακής πόλης, ο Νάκος διερευνά την υπόθεση συγκάλυψης ενός φόνου, αλλά και το σημαίνει «ανάληψη ευθύνης».

Τι δούμε στο «Κρέας» και σε ποιο είδος θα κατατάσσατε εσείς την ταινία σας ;

«To Κρέας» είναι μια ιστορία συγκάλυψης ενός εγκλήματος στην ελληνική επαρχία.  Σε ένα χωριό, ο Τάκης ετοιμάζει τα εγκαίνια του νέου του κρεοπωλείου. Μια μέρα πριν τα εγκαίνια, ο γιος του, Παύλος σκοτώνει τον γείτονα που διεκδικεί μέρος της γης τους. Μοναδικός μάρτυρας ο Χρήστος, ένας νεαρός από την Αλβανία, τον οποίο ο Τάκης έχει μαζί του από μικρό παιδί. Είναι μια ταινία που συνδυάζει το αστυνομικό σασπένς με το οικογενειακό δράμα. Ας πούμε, θα τη χαρακτήριζα  ως είδος δράμα/μυστηρίου

Πώς εμπνευστήκατε τη συγκεκριμένη ιστορία;

Η έμπνευσή μου ήταν ένα συγκεκριμένο Location, ένα αληθινό αγρόκτημα στην Κύμη Ευβοίας σε συνδυασμό με τους πραγματικούς ήρωες της περιοχής με τις πραγματικές ιστορίες τους. Αυτά μαζί και με τη σκέψη, ότι ήθελα να αφηγηθώ μια ιστορία για κάποιον που αναλαμβάνει να πάρει μια ευθύνη για κάτι που δεν έκανε, αποτέλεσαν τα βασικά στοιχεία της ιστορίας.

 Γιατί επιλέξατε την ελληνική επαρχία ως τόπο δράσης της ιστορίας σας;

Η ιστορία είχε ως έμπνευση το συγκεκριμένο location που ανέφερα συν τους δρόμους, την πλατεία και τα μαγαζιά της περιοχής, που αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία της ιστορίας. Οπότε δεν υπήρχε καμία συζήτηση, για να γίνει οπουδήποτε αλλού η ταινία παρά μόνο στην Κύμη.

 Ο τίτλος πέρα από το κρεοπωλείο του κεντρικού ήρωα σε τι άλλο παραπέμπει;

Έχει ακριβώς μια διττή σημασία. Πέραν του προφανούς, έχει να κάνει και με το πώς αντιμετωπίζει η οικογένεια τον Χρήστο, τον ψυχογιό της οικογένειας, έναν νεαρό αλβανικής καταγωγής που από ξένος είχε γίνει μέλος της οικογένειας και όταν τα πράγματα πήγαν στραβά ξαναγίνεται ξένος. Ο Χρήστος αντιμετωπίζεται στην πραγματικότητα σαν ένα κομμάτι κρέας. Επίσης είναι κι ένας ωμός τίτλος, όπως ωμή είναι και η ιστορία που αφηγούμαστε και πολλές φορές ωμή με έναν πλάγιο τρόπο.

 Τι θα θέλατε να πάρει ένας θεατής βγαίνοντας από το «Κρέας»;

Πρώτα από όλα να νιώσει, ότι η ταινία τον αφορούσε και ότι άξιζε ο χρόνος και τα χρήματά του να τη δει! Από εκεί και πέρα, θα ήθελα να πάρει έναν προβληματισμό για το ποιος πρέπει να παίρνει τελικά την ευθύνη των πραγμάτων, όταν τα πράγματα πάνε στραβά και πόσο εύκολος δρόμος είναι τελικά να οδηγούνται τα πράγματα στη συγκάλυψη και όχι στην ανάδειξη της αλήθειας. Πιστεύω, ότι δεν ζούμε στην κοινωνία, αλλά με την κοινωνία. Είμαστε συνυπεύθυνοι με έναν τρόπο αν όχι όλων των εγκλημάτων (για να μην πούμε υπερβολές), σίγουρα όμως όσων μπορούσαμε να αποτρέψουμε και δεν το κάναμε. Πρέπει να μάς ενδιαφέρει και να μας νοιάζει ο συνάνθρωπος του, γιατί ζούμε, συμβιώνουμε μαζί του.

Ποιες είναι οι παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας στις οποίες εστιάζετε στο «Κρέας»;

Η συγκάλυψη πρώτα και πόσο βαθιά ριζωμένη είναι στην ελληνική κοινωνία. Το κουκούλωμα, το «θάψιμο» όσων μικρών ή μεγάλων ζητημάτων δεν έχουμε το σθένος, το θάρρος και την εντιμότητα να αντιμετωπίσουμε. Επίσης, η ενήλικη ανωριμότητα των παιδιών και ο βαθμός ευθύνης των γονιών.

Μετά από 14 μικρού μήκους, για πρώτη φορά περνάτε στη φόρμα της μεγάλου μήκους. Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε και ποία ήταν η στιγμή από τα γυρίσματα που θεωρείτε την πιο καθοριστική;

Η ταινία μεγάλου μήκους είναι ένα χρονοβόρο ταξίδι, στο οποίο πρέπει να μείνεις πιστός και ζεστός, να μην ξενερώσεις, να μην σου φύγει το ενδιαφέρον, ώσπου να συμπληρωθεί το μπάτζετ που απαιτεί η ταινία, για να πραγματοποιηθεί. Η αλήθεια είναι ότι από πολλές απόψεις σταθήκαμε τυχεροί και δεν υπήρξαν δυσκολίες τέτοιες τουλάχιστον που να μάς εμποδίσουν σοβαρά. Πιο καθοριστική θεωρώ με έναν τρόπο μάλλον την πρώτη γυρίσματος, γιατί μετά από πολύ καιρό που οργανώναμε και προετοιμάζαμε την ταινία, βρεθήκαμε τελικά στο πρώτο μας γύρισμα με όλους τους πραγματικά σπουδαίους συνεργάτες μας να στηρίζουν και να αγκαλιάζουν την ταινία.

Πώς ξεκινήσατε να ασχολείστε με το σινεμά και  ποιες θα λέγατε ότι είναι οι  βασικές σας επιρροές;

Από πολύ μικρός είχα την επιθυμία να γράφω και να στήνω ιστορίες. Κάποια στιγμή ήρθα σε επαφή με τον κινηματογράφο του ιταλικού νεορεαλισμού, τις ταινίες του Τζων Κασσαβέτη, τη νουβέλ βαγκ τον Χίτσκοκ και συνειδητοποίησα, ότι ο κινηματογράφος είναι αυτό που θέλω να κάνω. Σκηνοθετικά τώρα, οι βασικές μου επιρροές είναι το σινεμά των αδερφών Νταρντέν, ο νέος ρουμάνικος και ιρανικός κινηματογράφος, ο ανεξάρτητος αμερικάνικος και γενικά όλες οι ταινίες που έχουν δυνατές ιστορίες με πυρήνα τον άνθρωπο.

 Πώς βλέπετε τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο;

Μάλλον στο καλύτερο του σημείο. Υπάρχει πολύ ταλέντο, ωραίες ιδέες και άψογο πλέον τεχνικό κομμάτι στην εικόνα και τον ήχο. Είναι ένα εξαγώγιμο προϊόν, θα λέγαμε, με συνεχείς διακρίσεις και του αξίζει να στηριχθεί με σταθερότητα, πρόγραμμα και ουσία.

Πώς ήταν αυτή η εμπειρία σας από τη συμμετοχή σας στο φεστιβάλ του Τορόντο;

Μόνο όταν φτάσαμε στο Τορόντο, συνειδητοποίησα ότι είμαστε μέρος αυτού του φεστιβάλ. Είναι ένα σπουδαίο φεστιβάλ παγκοσμίως, όπου στην πόλη στήνεται μια τεράστια γιορτή,  παίζονται  πολλές ταινίες, περπατάνε δίπλα σου σχεδόν όλοι οι ηθοποιοί του Χόλυγουντ και είναι μια πολύ όμορφη αίσθηση ότι είσαι μέρος αυτής της γιορτής. Η ταινία είχε πολύ θερμή υποδοχή και μάς έφυγε έτσι το άγχος της πρώτης δημόσιας προβολής, που γινόταν στο Τορόντο.

Επόμενα σχέδια

Υπάρχουν και τα προετοιμάζω, ωστόσο αυτές τις μέρες έχω όλη μου την προσοχή στην έξοδο της ταινίας μας και στο ταξίδι που θα κάνω μαζί και με συντελεστές της ταινίας σε πόλεις της ελληνικής επαρχίας.