Η συγγραφέας Κωνσταντίνα Γιαχαλή μας συστήνει την “Γκρέτα”

Η Κωνσταντίνα Γιαχαλή, σεναριογράφος και συγγραφέας, με αφορμή το νέο της βιβλίο «Γκρέτα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός, μας μίλησε για όλα όσα την εμπνέουν. 

Πώς ξεκίνησε η ιδέα για την «Γκρέτα»;  

Η Γκρέτα Γκάρμπο, σε μεγάλη πια ηλικία, απομονωμένη απ’ όλους κι απ’ όλα, με μοναδική συντροφιά τη γραμματέα της, που έρχεται κάθε μέρα να τη βοηθήσει. Το “my girl” όπως συνηθίζει να τη λέει, το μοναδικό της πια κοινό, απρόθυμο να γελάσει, να μιλήσει, να ζήσει. Η Γκρέτα όμως ξέρει τι σημαίνει απώλεια κι απόγνωση, μοναξιά και σιωπή. Κι έμαθε από νωρίς ή να τα παλεύει ή να τα διαλέγει. Μέχρι να τελειώσει η καθημερινή ρουτίνα τους, η Γκρέτα θα μπαινοβγαίνει στη ζωή που έζησε, όχι για να εξηγήσει τον μύθο της ή να φωτίσει το μυστήριό της, αλλά για να μοιραστεί, με τη γενναιόδωρη αυτάρκεια της γυναίκας που έζησε όπως ήθελε, το αποθεματικό της.

Ήμουν 16 χρονών, όταν διάβασα στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, στη στήλη του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου, ένα απόσπασμα από μια συνέντευξη της Γκάρμπο. Έλεγε ότι ένα απ’ τα πράγματα που της άρεσε να κάνει, ήταν να περπατάει στη Νέα Υόρκη, το φθινόπωρο όταν πέφτουν τα φύλλα, πριν έρθει στο σπίτι η γραμματέας της, το “my girl”, όπως την αποκάλεσε. Η ιδέα να είσαι η γραμματέας της Γκάρμπο, στα τελευταία της (πέθανε το 1990), με εντυπωσίασε. Να φροντίζεις έναν ζωντανό μύθο. Τι κάνετε μέσα στη μέρα; Τι σου λέει; Τι σχέση έχετε; Έσκισα τη σελίδα, φύλαξα το απόκομμα και σε κάποια μετακόμιση το έχασα. Η ιδέα όμως είχε ριζώσει. Η Γκάρμπο κι η γραμματέας της. Μια μέρα στη ζωή τους. 

Γιατί επιλέξατε την Γκρέτα Γκάρμπο για ηρωίδα στο βιβλίο σας; 

Μου άρεσε πάντα αυτή η ηθοποιός. Δεν ήταν μόνο η απίστευτη ομορφιά της. Είχε κάτι σύγχρονο το παίξιμό της, ήταν τόσο εκφραστικό το πρόσωπό της. Έπαιζε χωρίς υπερβολές, όλα ήταν στα μάτια της. Πιο μεγάλη, διάβασα δυο βιογραφίες της Έλλης Λαμπέτη, απ’ τη Φρίντα Μπιούμπι και τον Φρέντυ Γερμανό, δεν θυμάμαι σε ποια απ’ τις δυο, αναφερόταν πως ήταν η αγαπημένη της ηθοποιός. Μάλιστα είχε και μια φωτογραφία με ένα πορτρέτο της Γκάρμπο, που είχε ζωγραφίσει η Λαμπέτη. Θαυμάζω πολύ τη Λαμπέτη, εκείνη θαύμαζε πολύ την Γκάρμπο, ήταν κι η ιδέα με τη γραμματέα της που μου είχε κολλήσει… Κι όλα μπλέχτηκαν όμορφα. Για την ιστορία, οι Times είχαν γράψει για τη Λαμπέτη: «Ποτέ απ’ την εποχή της Γκάρμπο, κινηματογραφική μηχανή δεν ερωτεύτηκε τόσο τη σταρ μια ταινίας… όμως κι απ’ την εποχή της Γκάρμπο, δεν υπήρξε σταρ, που να αξίζει τέτοια αφοσίωση».



Τι σας γοητεύει στην προσωπικότητά της; 

Η αυτάρκειά της. Μπήκε στο πιο στυγνό σύστημα του σινεμά, μια αμείλικτη βιομηχανία κι έπαιξε με τους κανόνες της. Δεν πήγαινε στα πάρτι, δεν πήγαινε στις πρεμιέρες της, δεν υπέγραφε αυτόγραφα, δεν έδινε συνεντεύξεις. Διαφύλαξε την ιδιωτικότητά της, αρνήθηκε την προβολή. Έμεινε μήνες απλήρωτη, με το στούντιο να απειλεί να την απελάσει, γιατί αρνιόταν να κάνει συνέχεια τον ρόλο της μοιραίας και να γυρίζει πέντε ταινίες φασόν τον χρόνο και υποχώρησε το στούντιο, όχι η Γκάρμπο. Τέσσερις φορές υποψήφια για Όσκαρ Α’ Ρόλου κι όταν της έδωσαν ένα Τιμητικό το 1954, αρνήθηκε να πάει να το παραλάβει. Αποσύρθηκε χωρίς φανφάρες, χωρίς να επιστρέψει ποτέ. Σήμερα που πολλές καριέρες παίζονται με τους followers, η προστασία του εαυτού της απ’ το κοινό, αλλά κι απ’ όσα το σύστημα απαιτούσε από κείνη, η επιμονή της να κάνει αυτό που θέλει και η γνώμη της πως ο ηθοποιός χρωστάει στο κοινό του “μόνο μια ερμηνεία και τίποτα άλλο” είναι γοητευτική και απελευθερωτική. 

Είναι μια ακριβής βιογραφία της το βιβλίο ή πρόκειται για μια μυθοπλαστική ιστορία; 

Όπου αναφέρονται βιογραφικά στοιχεία είναι ακριβή. Ακριβής είναι και η ύπαρξη της γραμματέας της. Όλα τα άλλα είναι μυθοπλασία. 

Κάνατε έρευνα για τη ζωή της; Σε ποιες πηγές στηριχτήκατε; 

Ναι, έκανα έρευνα. Διάβασα ότι έπεσε στα χέρια μου για την Γκάρμπο, είδα αφιερώματα, ντοκιμαντέρ, κάποιες σκηνές απ’ τις ταινίες. Όχι ολόκληρες τις ταινίες. Ήθελα πιο πολύ, να στηριχτώ στην αίσθηση που μου είχε αφήσει η Γκάρμπο, όταν ήμουν μικρή κι έβλεπα τις ταινίες της, χωρίς να ξέρω ακόμα ποια (ακριβώς) είναι. Σ’ αυτή την αίσθηση και στη φαντασία στηρίχτηκα, προσπάθησα να μην παρασυρθώ απ’ την έρευνα για να μην στεγνώσει η αφήγηση. 

Γιατί πιστεύετε ότι η Γκάρμπο τελικά απομονώθηκε από τον κόσμο τόσο νωρίς; Ποια είναι η δική σας εκδοχή για αυτή την παράδοξη επιλογή; 

Νομίζω ότι παράδοξο θα ήταν να μην κάνει αυτή την επιλογή. Μια γυναίκα που στο απόγειο της δόξας της αποφεύγει τη δημοσιότητα, κλείνει δωμάτια στα ξενοδοχεία με το ψευδώνυμο Χάριετ Μπράουν, βγαίνει από τις πίσω πόρτες με τεράστια μαύρα γυαλιά και μαντίλι για να μην την αναγνωρίσουν, νομοτελειακά κάποια στιγμή, θα φύγει από όλα αυτά. Έτσι κι αλλιώς απέφευγε τον κόσμο, δεν άλλαξε και κάτι. Απλώς σταμάτησε να κάνει σινεμά. Κάποια στιγμή έκανε κάποια δοκιμαστικά για να ξαναγυρίσει, δεν γύρισε. Νομίζω πως, πολύ απλά, ήταν συνεπής στον χαρακτήρα της.



Τι έχει τελικά να μας μάθει η ιστορία της Γκάρμπο; 

Να μη μας νοιάζει η γνώμη των άλλων. Ότι δεν χάνουμε ποτέ, όταν μένουμε πιστοί στον εαυτό μας, σ’ αυτά που θέλουμε κι όχι σ’ αυτά που θέλουν ή περιμένουν οι άλλοι από μας. 

Το βιβλίο έχει τη μορφή μονολόγου. Θα μπορούσατε να το χαρακτηρίσετε και θεατρικό; 

Θεατρικό είναι. Μονόλογος. Πήρε Έπαινο στον Διαγωνισμό Κρατικών Βραβείων Συγγραφής Θεατρικού έργου 2018. Μια σκηνοθέτης μου έδωσε την ιδέα να γίνει βιβλίο κι οι Εκδόσεις Αρμός με στήριξαν για άλλη μια φορά (έχουν εκδώσει το πρώτο μου μυθιστόρημα «Ποτέ δεν ξέρεις») και τους ευχαριστώ πολύ και πάντα. 

Ασχολείστε και με τη συγγραφή σεναρίων. Πόσο διαφέρει ο ένας τρόπος γραφής από τον άλλον και πώς συνδυάζετε εσείς αυτές τις δύο ασχολίες; 

Η κύρια απασχόλησή μου, ο βιοπορισμός μου, είναι τα τηλεοπτικά σενάρια. Για θέατρο έχω γράψει τέσσερις φορές για σινεμά δύο κι ένα μυθιστόρημα. Η μεγαλύτερη διαφορά στον τρόπο γραφής είναι ο χρόνος. Στην τηλεόραση πρέπει να είσαι παραγωγικός κάθε μέρα, για να μην κρεμάσεις το γύρισμα. Όταν γράφεις ένα θεατρικό, μια ταινία, ένα βιβλίο, έχεις όσο χρόνο θέλεις. ΤηνΓκρέτα” τη σκεφτόμουν 30 χρόνια, την έγραψα σε έξι μήνες. Γενικά, οι βασικοί κανόνες δραματουργίας είναι ίδιοι πάνω κάτω. Κι ο στόχος ίδιος: να μη βαρεθεί κανείς. Να συγκινηθεί, να γελάσει, να θυμώσει, να μην του αρέσει, ναι. Αλλά όχι να βαρεθεί. 

Γράφετε παράλληλα ή ανά περιόδους επικεντρώνεστε σε ένα αντικείμενο; 

Συνήθως γράφω παράλληλα. Με ξεκουράζει στο διάλειμμά μου απ’ το σενάριο για μια σειρά, να γράφω κάτι άλλο. Αλλά είναι κάποιες φορές που το άλλο με παρασέρνει και ξεμυαλίζομαι και τότε το αφήνω στην άκρη για να είμαι εντάξει στις υποχρεώσεις μου στη σειρά. Ανά περιόδους, όμως, επικεντρώνομαι σε κάτι, κυρίως όταν είναι σε φάση τελικών διορθώσεων ή μου κυλάει ωραία. 

Πώς ξεκινάτε ένα καινούργιο βιβλίο; 

Αργά! (γέλια) Πρώτα έρχεται η ιδέα, τη γράφω σ’  ό, τι βρω μπροστά μου και μετά αμελώ και χασομερώ αμέριμνα να πιάσω μολύβι και χαρτί, περνάω πολύ χρόνο με το να τη σκέφτομαι μόνο. Μετά της φτιάχνω φάκελο στο λάπτοπ, αρχίζω να κρατάω κάποιες σημειώσεις, σκόρπιες ιδέες, κάνω έρευνα, στήνω τους χαρακτήρες και τα κομβικά σημεία και γράφω λίγους διαλόγους (αν δεν βρω πώς μιλάνε οι χαρακτήρες, δεν μπορώ να προχωρήσω). Σιγά σιγά, στρώνομαι να φτιάξω ένα πρώτο rough draft, μετά ξεκινάει το rewriting και τότε αρχίζει η πραγματική δουλειά. Να κόψεις, να ράψεις, να γυαλίσεις, να στρώσεις. Ξανά και ξανά και ξανά. Είναι, φαντάζομαι, σαν να φτιάχνεις ένα γλυπτό. Μετά το αφήνω να “κάτσει” δυο τρεις βδομάδες και το ξαναπιάνω, κάνω τελικές διορθώσεις κι όταν φτάσω στο σημείο να το διαβάσω μια κι έξω χωρίς να θέλω να αλλάξω τίποτα, είμαι εντάξει. 

Μετά από την «Γκρέτα», έχετε αποφασίσει ποια είναι η καινούργια σας ιστορία; 

Παλαντζάρω ανάμεσα σε δυο. Μάλλον θα τις ξεκινήσω μαζί και βλέπουμε που θα κάτσει η μπίλια. 

Τι άλλο ετοιμάζετε για φέτος; 

Συνεργάζομαι με τον Γιάννη Σκαραγκά στα “Παιχνίδια Εκδίκησης” του ΑΝΤ1, με τη Μαριλίτα Λαμπροπούλου, τον Νίκο Κουρή, τον Λαέρτη Μαλκότση, τη Γιολάντα Μπαλαούρα κ.α. σε σκηνοθεσία του Αλέκου Κυράνη.