Η πρόσφατη ευρωπαϊκή έρευνα για τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα (ΣΜΝ) καταδεικνύει σημαντική αύξηση των κρουσμάτων στην Ευρώπη, με ιδιαίτερα ανησυχητικά στοιχεία.
Τα κρούσματα γονόρροιας σημείωσαν αύξηση σχεδόν 48% το 2022, ξεπερνώντας τα 70.000. Η σύφιλη κατέγραψε άνοδο κατά 34%, με περισσότερα από 35.000 περιστατικά, ενώ οι λοιμώξεις από χλαμύδια έφτασαν τις 216.000, αυξημένες κατά 16%.
Η διευθύντρια του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων, Αντρέα Άμον, χαρακτήρισε τα δεδομένα «ανησυχητικά», υπογραμμίζοντας ότι η κατάσταση απαιτεί άμεσες ενέργειες. Παράλληλα, αυξητικές τάσεις παρατηρήθηκαν και στη νευροσύφιλη και το αφροδίσιο λεμφοκοκκίωμα, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που η μόλυνση μεταδίδεται από μητέρα σε έμβρυο, παρόλο που τα συνολικά ποσοστά παραμένουν χαμηλά.
Τα ΣΜΝ, που δεν αντιμετωπίζονται έγκαιρα, μπορούν να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα, όπως χρόνιους πόνους, στειρότητα, καθώς και νευρολογικές και καρδιαγγειακές επιπλοκές. Παρότι υπήρξε μείωση των κρουσμάτων κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 λόγω των περιορισμών στις κοινωνικές επαφές, η τάση αυτή αντιστράφηκε γρήγορα μετά το πέρας των περιορισμών.
Ποια είναι η κατάσταση στην Ελλάδα
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, η Ελλάδα παρουσιάζει παρόμοια άνοδο στα κρούσματα ΣΜΝ. Το 2020, καταγράφηκαν 401 κρούσματα σύφιλης. Το 2021 παρατηρήθηκε αύξηση άνω του 50%, με τα κρούσματα να φτάνουν τα 654. Το 2022, ο αριθμός αυτός υπερδιπλασιάστηκε, φτάνοντας τα 864.
Παρόμοια εικόνα παρατηρείται και στη γονόρροια. Το 2018 τα καταγεγραμμένα κρούσματα ήταν 147, ενώ το 2021 σημειώθηκε αύξηση 50%, με τα περιστατικά να ανέρχονται σε 246. Το 2022, τα κρούσματα συνέχισαν να αυξάνονται, φτάνοντας τα 360.
Πού οφείλεται η ανησυχητική άνοδος
Η αύξηση των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων (ΣΜΝ) στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οφείλεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων, που σχετίζονται με κοινωνικές, πολιτιστικές και υγειονομικές αλλαγές, καθώς και με την εξέλιξη της σεξουαλικής συμπεριφοράς των ατόμων. Μερικές από τις κύριες αιτίες περιλαμβάνουν:
Ανεπαρκής χρήση προφυλακτικών: Παρά την ευρεία διαθεσιμότητα των προφυλακτικών, η χρήση τους παραμένει μειωμένη σε πολλές σεξουαλικές επαφές, ειδικά σε νεότερους ανθρώπους και σε περιστασιακές σχέσεις. Αυτό αυξάνει τον κίνδυνο μετάδοσης των ΣΜΝ, όπως τα χλαμύδια, η γονόρροια και ο ιός HIV.
Ελλιπής σεξουαλική διαπαιδαγώγηση: Η έλλειψη επαρκούς εκπαίδευσης γύρω από τη σεξουαλική υγεία, την πρόληψη και την υπεύθυνη σεξουαλική συμπεριφορά, τόσο σε σχολικό επίπεδο όσο και στην ευρύτερη κοινωνία, μπορεί να συμβάλλει στην άγνοια σχετικά με τους κινδύνους των ΣΜΝ.
Αλλαγές στη σεξουαλική συμπεριφορά: Η ευκολότερη πρόσβαση σε εφαρμογές γνωριμιών και η αύξηση των περιστασιακών σεξουαλικών σχέσεων έχουν οδηγήσει σε μεγαλύτερο αριθμό σεξουαλικών συντρόφων, αυξάνοντας τις πιθανότητες μετάδοσης ΣΜΝ.
Μειωμένος φόβος για τον HIV: Οι πρόοδοι στη θεραπεία του HIV, με τη χρήση αντιρετροϊκών φαρμάκων που επιτρέπουν στα άτομα με HIV να ζουν με τον ιό χωρίς να αναπτύσσουν AIDS, έχουν οδηγήσει σε χαλάρωση των προφυλάξεων και στη μείωση του φόβου απέναντι στη λοίμωξη.
Μειωμένη πρόσβαση σε υγειονομικές υπηρεσίες: Η οικονομική κρίση και τα προβλήματα στο σύστημα υγείας, ειδικά σε δημόσιες υπηρεσίες, μπορεί να έχουν περιορίσει την πρόσβαση σε έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία για ΣΜΝ. Οι καθυστερήσεις στην αντιμετώπιση αυτών των ασθενειών συμβάλλουν στην εξάπλωσή τους.
Στίγμα και ντροπή: Το στίγμα γύρω από τα ΣΜΝ και ο φόβος κοινωνικής αποδοκιμασίας μπορεί να αποτρέπουν πολλά άτομα από το να ζητήσουν βοήθεια ή να υποβληθούν σε εξετάσεις. Αυτό σημαίνει ότι οι ασθένειες μπορεί να μεταδοθούν, χωρίς να γνωρίζει το άτομο ότι είναι φορέας.
Παγκόσμιες μετακινήσεις και τουρισμός: Η αυξημένη κινητικότητα, ειδικά σε τουριστικές περιοχές όπως η Ελλάδα, μπορεί να αυξήσει τις επαφές και κατ’ επέκταση τη μετάδοση ΣΜΝ.