Τα Καρδιαγγειακά ( CVD ) και τα Αυτοάνοσα Ρευματικά νοσήματα
(Α.Ρ.Ν.) είναι από τα μεγαλύτερα προβλήματα για την υγεία στις
ανεπτυγμένες χώρες.
Αντιπροσωπεύουν μια σημαντική πηγή νοσηρότητας, θνησιμότητας
και έχουν μεγάλο οικονομικό κόστος.
Η καρδιαγγειακή νόσος (CVD) είναι ένας γενικός όρος (an umbrella
term) που περιγράφει μια σειρά από καταστάσεις (coronary heart
disease (CHD), Stroke, Peripheral Arterial Disease (PAD) και aortic
disease) που προκαλούνται από θρόμβους αίματος (θρόμβωση) ή
από συσσώρευση λιπαρών εναποθέσεων στο εσωτερικό μίας
αρτηρίας: αθηροσκλήρωση (σκλήρυνση και στένωση των αγγείων).
Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι τρεις σημαντικότεροι παράγοντες
καρδιαγγειακού κινδύνου είναι το κάπνισμα, η υπέρταση και τα
ανώμαλα λιπίδια.
Άλλοι παράγοντες κινδύνου που είναι τροποποιήσιμοι και αιτιολογικοί
περιλαμβάνουν την παχυσαρκία, τον διαβήτη, την κακή διατροφή,
την κατανάλωση οινοπνεύματος και την σωματική άσκηση.
Οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες μπορούν να συμβάλλουν – άμεσα και
έμμεσα – στον καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Η ηλικία, το φύλο, η εθνικότητα και γενετικοί παράγοντες, αν και δεν
μπορούν να τροποποιηθούν, συμβάλλουν επίσης – με πoικίλο τρόπο –
στον κίνδυνο.
Η καρδιαγγειακή νόσος αποτελεί κυρίαρχη αιτία νοσηρότητας και
θνησιμότητας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Περίπου το ένα τρίτο του συνολικού αριθμού θανάτων παγκοσμίως
αποδίδονται σε καρδιαγγειακά συμβάματα.
Μέχρι πρόσφατα, η καρδιαγγειακή νόσος θεωρείτο κυρίως πάθηση των
μεγάλων αγγείων.
Τα τελευταία χρόνια άρχισε να αναδεικνύεται η προγνωστική σημασία της παρουσίας αλλοιώσεων στο επίπεδο της μικροκυκλοφορίας στα όργανα, ως προς την εμφάνιση της καρδιαγγειακής νόσου και των επιπλοκών της.
Κομβικό ρόλο στην παθογένεση και εξέλιξη της καρδιαγγειακής
νόσου διαδραματίζει η αθηροσκλήρωση.
Η αθηρωμάτωση θεωρείται ως μία χρόνια φλεγμονώδης διεργασία, στην οποία εμπλέκονται το Ανοσολογικό Σύστημα, κύτταρα του αίματος και των αγγείων, καθώς και πολλά ορμονικά συστήματα.
Οι ασθενείς με Α.Ρ.Ν. έχουν αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο (CVD – RF) σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό. Kοινό γνώρισμα των ρευματικών παθήσεων ως προς την παθογένειά τους αποτελεί η χρόνια φλεγμονή, ενώ ως προς την εξέλιξή τους η αυξημένη συχνότητα
καρδιαγγειακών επιπλοκών.
Οι Αυτοάνοσες Ρευματικές Παθήσεις, όπως η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα (Ρ.A.), ο Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος (SLE), οι Σπονδυλοαρθροπάθειες (π.χ. Ψωριασική Αρθρίτις) οι αγγειίτιδες, κ.α. είναι φλεγμονώδεις διαταραχές, που μπορούν να εμπλέκουν πολλαπλά όργανα.
Το φάσμα των καρδιαγγειακών εκδηλώσεων που σχετίζονται με τις
ρευματικές νόσους είναι αρκετά ευρύ, δεδομένου ότι οι
ρευματολογικές διαταραχές μπορούν να επηρεάσουν άμεσα το
μυοκάρδιο, τις καρδιακές βαλβίδες, το περικάρδιο, το σύστημα
αγωγής και το αγγειακό σύστημα.
Αν και ο υψηλός κίνδυνος καρδιαγγειακής παθολογίας σε ασθενείς με αυτοάνοσες φλεγμονώδεις ρευματολογικές παθήσεις δεν οφείλεται μόνο στην αθηροσκλήρωση, αυτή η ιδιαίτερη κατάσταση συμβάλλει ουσιαστικά στην καρδιαγγειακή νοσηρότητα και θνησιμότητα.
Ο βαθμός στεφανιαίας αθηροσκλήρωσης που παρατηρείται σε
ασθενείς με ρευματικές παθήσεις μπορεί να είναι τόσο επιταχυνόμενος, και εκτεταμένη όπως σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη.
Συμπερασματικά
Η έγκαιρη αναγνώριση των ρευματικών παθήσεων και των
επιπλοκών τους και η ανεύρεση προγνωστικών δεικτών
είναι μείζονος σημασίας για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ίδιων των ασθενών και την ελάφρυνση του κοινωνικοοικονομικού τους
φορτίου.