Διάφορες παθήσεις έχει φανεί ότι επηρεάζουν την πρόγνωση των
ασθενών που πάσχουν από COVID-19 και τους κατατάσσουν σε
ευπαθείς ομάδες. Τα δεδομένα όμως για τον κίνδυνο λοίμωξης αλλά και τη βαρύτητα και την έκβαση της νόσου COVID-19 σε ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα είναι περιορισμένα.
Η Αυτοανοσία διαφέρει από την Ανοσοανεπάρκεια (στην οποία το
ανοσοποιητικό σύστημα είναι πολύ αδύναμο για την καταπολέμηση
των λοιμώξεων). Αντίθετα, η αυτοανοσία καθιστά το ανοσοποιητικό
σύστημα σχετικά υπερβολικά ενεργό, προκαλώντας συχνά την επίθεση
του ανοσοποιητικού σε ορισμένα κύτταρα και όργανα του σώματος, με
αποτέλεσμα υπερβολική φλεγμονή.
Τέτοια Αυτοάνοσα Νοσήματα είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο
συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (ΣΕΛ), η ψωριασική αρθρίτιδα, η
αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα, η ψωρίαση, οι φλεγμονώδεις νόσοι του
εντέρου (ν. Crohn, ελκώδης κολίτιδα), ορισμένες αυτοάνοσες
δερματοπάθειες ή άλλες σχετιζόμενες καταστάσεις.
Το σύνδρομο απελευθέρωσης κυταροκινών φαίνεται ότι είναι κύρια
αιτία σοβαρής νοσηρότητας σε ασθενείς με COVID-19.
Οι Κυτταροκίνες
Για την αντιμετώπιση των αυτοάνοσων νοσημάτων χορηγούνται
φάρμακα που τροποποιούν (ανοσοτροποποιητικά) το ανοσοποιητικό
σύστημα.
Τα νέα «βιολογικά» φάρμακα (infliximab, etanercept, tocilizumab,
adalimumab, κ.α.) δρουν πιο στοχευμένα από τα παλαιότερα όπως η
κορτιζόνη, η μεθοτρεξάτη και η υδροξυχλωροκίνη, ενώ εμφανίζουν και
διαφορετική επίδραση όσον αφορά την ικανότητα του ανοσοποιητικού
να αντιμετωπίζει τις λοιμώξεις.
Αυτά ακριβώς τα φάρμακα μελετώνται και για την αντιμετώπιση του
συνδρόμου απελευθέρωσης κυτταροκινών, σε ασθενείς με σοβαρή
λοίμωξη COVID-19.
Κλινικές δοκιμές για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των
ανοσοτροποποητικών θεραπειών όπως η υδροξυχλωροκίνη, και το
tocilizumab που αναστέλλει τη δράση της ιντερλευκίνης-6, βρίσκονται
σε εξέλιξη και έχουν δώσει αντικρουόμενα αλλά και ενθαρρυντικά
αποτελέσματα όσον αφορά την αντιμετώπιση των επιπλοκών του
COVID-19.
Έτσι, οι ασθενείς με Αυτοάνοσα Νοσήματα θα πρέπει να ενθαρρύνονται
να συνεχίσουν τη θεραπεία τους ακόμη και κατά τη διάρκεια της
επιδημίας COVID-19 , πάντα με τη σύμφωνη γνώμη του Θεράποντος
Ρευματολόγου.
Αυτή η στρατηγική στοχεύει στην πρόληψη εξάρσεων ασθενειών που
μπορούν να συμβάλουν στην αύξηση του φόρτου των ασθενών, της
αναπηρίας, της κακής ποιότητας ζωής και της χρήσης υγειονομικής
περίθαλψης.
Επιπλέον, η διακοπή των συνεχιζόμενων θεραπειών θα μπορούσε να
οδηγήσει στην ανάγκη εισαγωγής των Κορτικοειδών, ως θεραπεία
γεφύρωσης, η οποία μπορεί να αυξήσει περαιτέρω τον κίνδυνο
ιογενούς λοίμωξης, καθώς και να είναι ακατάλληλη για τη διαχείριση
της διάμεσης πνευμονίας SARS-CoV2.