Αχίλλειες πτέρνες

Κατάδικοι

Κανείς δεν το ήξερε. Δικάστηκαν όλοι ερήμην.
Ο δικαστής διαφώνησε, εντούτοις,
στον τρόπο ανάρτησης του δεδικασμένου.
Μόνο εκείνος ο παλιός προφήτης
το έγραψε στα φτερά της αναδυόμενης κνίσας των θυσιών,
στον βωμό που έκαιγαν οι κορμοί της αυτοθυσίας.
Τα χαμηλά βλέμματα ποτέ δεν το είδαν στα σημάδια τ’ ουρανού.
Όλοι τυφλοί, μα με ορθάνοικτα μάτια προχωρούσαν.

Γυρεύοντας…
Προσδοκίες κλεμμένες από παλιά.
Το μεγάλο διαμάντι μέσα στις λάσπες των άπλυτων δρόμων.
Τα παιδικά χαμόγελα στις χαμένες μορφές χωρίς όνομα.
Ένα νεκρό λουλούδι, ζωγραφισμένο στα θαμπά, αδειανά
βλέμματα.

Μια άχρηστη ακίδα, καρφωμένη στην αχίλλεια πτέρνα τους,
αιμορραγούσε αργά.
Άντεχαν ακόμη.
Μέχρι ν’ ανοίξει η σκοτεινή, τάχα άγνωστη, πύλη μπροστά.
Με το μαύρο ουράνιο τόξο στο βάθος
και ένα απέραντο, ραγισμένο κενό πίσω του…