Νίκος Γιαλελής: “Το θέατρο γίνεται πολύ ισχυρό όταν πατά σε καλή εθνική δραματουργία”

Φωτό: Μίλτος Μπερατλής

Ηθοποιός και καθηγητής υποκριτικής, άνθρωπος με καλλιέργεια και εκρηκτικό πνευματώδες χιούμορ, ο Νίκος Γιαλελής πρωταγωνιστεί στη μαύρη κωμωδία «Μαύρη Μαγεία ή Άσε τους νεκρούς να πεθάνουν» του Γιάννη Αποσκίτη, που παίζεται στο θέατρο Μπέλλος, αλλά και στη «Γραμμή του Ορίζοντος» του Χ. Βακαλόπουλου, που ξεκίνησε από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού θεάτρου πέρσι, αλλά φέτος μετακομίζει στο Θέατρο Χώρα. Η ανατρεπτική του σκέψη και η ειλικρίνειά του θα σας εντυπωσιάσει!

Τι συμβαίνει στην παράσταση «Μαύρη Μαγεία ή Άσε τους νεκρούς να πεθάνουν», ποιο είναι το θέμα του έργου που υπογράφει ο Γιάννης Αποσκίτης;

Στη «Μαύρη Μαγεία» παρακολουθούμε την… ολέθρια συνάντηση του Κωνσταντίνου Χελιδόνη – ενός πρώην παιδιού-σταρ μιας πασίγνωστης τηλεοπτικής σειράς της χρυσής εποχής της ιδιωτικής τηλεόρασης, που έχει μεγαλώσει γενιές και γενιές με τις επαναλήψεις της – και τριών δημοσιογράφων μιας σκανδαλοθηρικής εφημερίδας, των οποίων το τμήμα πρόκειται να κλείσει. Και οι δυο πλευρές έρχονται στη συνάντηση από απόγνωση: οι δημοσιογράφοι για να σώσουν τη δουλειά τους κι ο Χελιδόνης για να βγει από την αφάνεια –είναι τόσο απεγνωσμένος, που χρησιμοποιεί για να τους προσελκύσει τον τραγικό θάνατο της μητέρας του. Είναι μια μαύρη φάρσα, μια παράσταση με συχνά ακραίο ρυθμό και ένταση, στην οποία πολύ σοβαρά πράγματα ευτυχώς λέγονται με πολύ χιούμορ.

Ο ήρωας που υποδύεσαι είναι ένα πρώην πρώην παιδί-σταρ, Τι αναζητάει αυτός; Τι μαγικό θέλει να του συμβεί;

Η λέξη-κλειδί νομίζω είναι η λέξη «πρώην». Ο Κωνσταντίνος έχει μείνει καθηλωμένος στον καναπέ του, μένει με τη μαμά του, τρώει τα δημητριακά που έτρωγε ως «Γιωργάκης» στην τηλεοπτική σειρά και βλέπει τα επεισόδιά της σε βιντεοκασέτες ξανά και ξανά. Ο θάνατος της μητέρας του είναι σαν να τον απελευθερώνει, αλλά καθώς η ζωή τον έχει ξεπεράσει, δεν ξέρει προς τα πού να πετάξει με τα φτερά αυτής της «ελευθερίας» και μάλλον προτιμά την ασφάλεια του παρελθόντος. Άρα, θα έλεγα ότι αν υπάρχει κάτι μαγικό, που θα ήθελε να του συμβεί, θα ήταν να επιστρέψει για πάντα στην παιδική του ηλικία και στη διασημότητα και την προσοχή, που απολάμβανε ως «παιδί-σταρ». Να εξαφανιστούν διά μαγείας οι δυσκολίες, οι ευθύνες και οι πόνοι της ενήλικης ζωής.

Φωτό: Ρωμανός Λιούτας

Ποιες είναι για σένα οι παθογένειες της ελληνικής οικογένειας;

Μία: ότι στη χώρα μας μοιάζει να θεωρείται το μόνο σπουδαίο δομικό στοιχείο της κοινωνίας και έτσι διαφυλάσσεται ως «περίκλειστος κήπος». Κανείς δεν βλέπει τι συμβαίνει μέσα από τα τείχη της και μετά ακούγεται εκείνο το αδιανόητο «μα δεν είχαν δώσει δικαιώματα», «ήταν ήσυχοι άνθρωποι» κ.ο.κ. Άλλωστε, στην ελληνική κοινωνία η οικογένεια υπήρξε για χρόνια άρρηκτα συνδεδεμένη με το κυρίαρχο εθνικό αφήγημα, το οποίο φαίνεται πως έχει ακόμα ακροατήριο (ας μη θυμίσω χουντικά συνθήματα που ήρθαν πρόσφατα ξανά στην πολιτική επικαιρότητα). Έτσι, άπαξ και κάποιος κάνει οικογένεια, γίνει «οικογενειάρχης»,  θεωρείται αυτόματα χρηστό και ηθικό μέλος της κοινωνίας. Είναι σαν η δημιουργία οικογένειας – με απογόνους, με το dna μας το… πολύτιμο – να θεωρείται ακόμα, κατά τη δική μου πάντα εντύπωση, από μεγάλη μερίδα συμπατριωτών μας ότι μας αναβαθμίζει αυτομάτως κοινωνικά, ως όντα που έχουν «εκπληρώσει τον σκοπό τους». Κι αφού η οικογένειά μου είναι ό,τι σπουδαιότερο θα μου αναγνωριστεί ποτέ, πολύ λογικά θεωρώ κι εγώ πως είναι το έργο ζωής μου, γαντζώνομαι σ’ αυτήν και διδάσκω με το παράδειγμά μου τους απογόνους μου να κάνουν το ίδιο, φροντίζοντας να μην απογαλακτιστούν ποτέ. Η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας έδωσε και την τελική ώθηση και έτσι πρόβαλλε ως ακόμα πιο λογικό και αναπόφευκτο να μένει κανείς με τους γονείς του ως μια αρκετά μεγάλη ηλικία, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τη σχέση με τον εαυτό του και με τη ζωή.

Φέτος, όμως, θα σε δούμε και στο έργο του Χ. Βακαλόπουλου «Γραμμή του Ορίζοντος»; Ποιητικός ο τίτλος… τι σημαίνει για σένα;

Πρόκειται για το τελευταίο και πολύ αγαπητό σε πολύ κόσμο βιβλίο του Βακαλόπουλου, που κάναμε πέρσι παράσταση στην Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών στο Εθνικό και φέτος θα παιχτεί στο θέατρο Χώρα στην Κυψέλη, που άλλωστε σχεδόν πρωταγωνιστεί στο βιβλίο αυτό. Η γραμμή του ορίζοντος είναι το σημείο προς το οποίο ξανοίγεται και μας αφήνει στο τέλος η ηρωίδα – και alter ego στο βιβλίο – του Βακαλόπουλου. Η γραμμή είναι για μένα ο σκοπός, το τέλος, η ελευθερία και ο θάνατος, η ελευθερία από ό,τι συνειδητά ή ασυνείδητα μας (περι)ορίζει ή η ελευθερία, που ίσως ο θάνατος ή η συνειδητοποίηση της θνητότητας φέρνει. Κάτι από όλα αυτά και όλα μαζί.

Φωτό: Θεόφιλος Τσιμάς

Το έργο αναφέρεται σε μια φαντασιακή χώρα, όπου όλοι θέλουν να ζήσουν… Ποια είναι αυτή; Ποια είναι για σένα η ιδανική χώρα, ακόμα και αν δεν καταφέρουμε πότε να τη δημιουργήσουμε;

Η φαντασιακή χώρα στη «Γραμμή του Ορίζοντος» θα μπορούσε να είναι το ταξίδι της Ρέας στο παρελθόν της και στην ανάμνηση ενός έρωτα, που ποτέ δε συνέβη, μιας περιοχής της Αθήνας, που άλλαξε, μιας χώρας που άλλαξε. Η χώρα της αγνότητας του παρελθόντος. Δεν ξέρω αν υπάρχει «ιδανική χώρα» για μένα, αλλά με λίγο παραπάνω σεβασμό στη μοναδικότητα και τη διαφορετικότητα καθενός, με λίγη παραπάνω ενσυναίσθηση και αλληλεγγύη, με λίγη παραπάνω αισθητική στην καθημερινή ζωή, με λίγη παραπάνω γενναιοδωρία, ίσως κάναμε μερικά βήματα προς μια καλύτερη κατάσταση, κι ας μην ήταν κι απολύτως ιδανική.

Και οι  δυο παραστάσεις παίχτηκαν και πέρσι. Πώς είναι να κάνεις δυο επαναλήψεις;

Έχει τύχει να επαναληφθεί παράσταση που παίζω, αλλά δύο μαζί ποτέ. Σίγουρα υπάρχει μεγάλη χαρά, γιατί κάπως σημαίνει ότι βρήκε απήχηση αυτό που κάναμε με τις ομάδες των ανθρώπων, που δουλέψαμε και στις δυο παραστάσεις. Το δεύτερο πολύ ενδιαφέρον είναι ότι η απόσταση του χρόνου που δεν παίζει κανείς είναι σαν να βαθαίνει τα πράγματα. Έτσι όταν δουλεύει κανείς για μια επανάληψη, πολύ συχνά ανακαλύπτει καινούργια πράγματα. Άλλωστε καθώς η «Μαύρη Μαγεία» είναι έργο στο οποίο ο συγγραφέας είναι παρών και σκηνοθετεί, αλλά και η «Γραμμή του Ορίζοντος» διασκευάστηκε για τη συγκεκριμένη παράσταση, πολλά σημεία όπου καταλαβαίνουμε ότι τα πράγματα έχουν προχωρήσει και βαθύνει προσαρμόζονται ανάλογα. Είναι ένα ταξίδι κάθε άλλο παρά βαρετό, αν και, τυπικά, «επανάληψη».

Πού συναντιούνται και πού διαφέρουν αυτά τα δυο κείμενα;

Έχουν τρομερές διαφορές εκ πρώτης όψης: ανήκουν σε διαφορετικά είδη, διαφορετικές εποχές, έχουν τελείως διαφορετική χρήση της γλώσσας… Ωστόσο, χάρη στην ερώτηση αυτή συνειδητοποιώ ότι τα ενώνει ένα ζήτημα σχεδόν «εθνικό» μας: ο καθοριστικός ρόλος που παίζει το παρελθόν πάνω μας, ως κάτι από το οποίο φαίνεται πως ίσως θα έπρεπε να απελευθερωθούμε, χωρίς απαραίτητα να το απορρίψουμε εξ ολοκλήρου.

Μιλάμε επίσης για δυο σύγχρονα νεοελληνικά έργα. Πόσο σημαντική  είναι η  ελληνική δραματουργία σήμερα στην εξέλιξη του θεάτρου;

Σημαντικότατη. Κατά τη γνώμη μου η θεατρική πράξη, είτε το θέλουμε είτε όχι, καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τον χώρο, τον χρόνο, τη γλώσσα. Συνομιλεί πρωτίστως με το κοινό, που την παρακολουθεί σε συγκεκριμένο χώρο, χώρα, γλώσσα, και εκείνη τη συγκεκριμένη κοινωνία και στιγμή ζητά κάθε φορά να καθρεφτίσει. Έτσι, το θέατρο γίνεται πολύ ισχυρό όταν πατά σε καλή εθνική δραματουργία – άλλωστε όπου υπήρξε σοβαρή παράδοση και έρευνα στην υποκριτική αυτό συνέβη με όχημα την εκάστοτε εθνική δραματουργία. Η ανάγκη για στήριξη στα νεοελληνικά έργα από όλους μας είναι για μένα αυτονόητη.

Έχεις όμως και την ιδιότητα του καθηγητή. Τι βρίσκεις σε αυτή τη διαδικασία προσωπικά και ποια είναι η γνώμη σου για την καλλιτεχνική εκπαίδευση σε συνάρτηση με τα όσα έχουν συμβεί τελευταία;

Είναι μια τεράστια ευθύνη και ένα συναρπαστικό ταξίδι. Μελλοντικοί συνάδελφοι σου εμπιστεύονται την αγάπη τους και τα όνειρά τους για το θέατρο, κι είναι τρομερή υπόθεση αφενός να τους συνοδεύσεις στις προσωπικές ανακαλύψεις τους – πιστεύω ότι προσωπικό ταξίδι είναι, άλλωστε – προσπαθώντας να τους μετακινήσεις χωρίς ωστόσο να «σκοτεινιάσεις» την αγάπη τους για το θέατρο. Δεν μπορώ να φανταστώ κάτι χυδαιότερο από το να «χειριστεί» κανείς κάποιον, επειδή ο δεύτερος αγαπά κάτι. Σε ό,τι αφορά το περίφημο Προεδρικό Διάταγμα 85/2022, έχουμε άλλη μια ξεκάθαρη διατύπωση για την άποψη της ελληνικής πολιτείας σχετικά με την τέχνη μας: είμαστε μάλλον περιττοί, δεν χρειάζεται καμία σπουδή και οι «ταλαντούχοι» διακρίνονται και επιβιώνουν στην ελεύθερη αγορά, όπως περίπου ειπώθηκε, ανεξαρτήτως των σπουδών τους. Η καλλιτεχνική εκπαίδευση στη χώρα μας έχει οπωσδήποτε πολλά σημεία στα οποία επιδέχεται βελτιώσεις, σε καμία περίπτωση δεν είναι τέλεια, ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι οι βασικοί νόμοι που τη ρυθμίζουν είναι πια 40 ετών. Δεν πιστεύω ωστόσο ότι καμία χώρα που αναγνωρίζει πραγματικά τη σημασία της τέχνης, καθώς θα ρύθμιζε τα της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης θα έσπευδε να  διαβαθμίσει τις καλλιτεχνικές της σπουδές στην κατώτερη δυνατή βαθμίδα, αντί να ξεκινήσει, από την ίδια τη στιγμή που υιοθετείται μια κλίμακα διαβάθμισης, να σκύψει και να δει κατεπειγόντως τι συμβαίνει στην εκπαίδευση αυτή, να δει πώς θα την αναβαθμίσει ουσιαστικά, ώστε τελικά να τη διαβαθμίσει στο ύψος που τοποθετεί την ίδια την τέχνη.