Ο όρος “προφυλακτικό” (condom στα αγγλικά) καταγράφεται για πρώτη φορά τον 17ο αιώνα στην Ευρώπη, αν και η χρήση προστατευτικών μέσων για σεξουαλική υγεία είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Αρχικά, προφυλακτικά φτιαγμένα από ζωικά έντερα ή λινό χρησιμοποιούνταν κυρίως για την πρόληψη των σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων, όπως η σύφιλη, η οποία είχε εξαπλωθεί ευρέως εκείνη την εποχή.
Μάλιστα, το πρώτο γραπτό ντοκουμέντο που αναφέρεται σε “προφυλακτικό” αποδίδεται στον Ιταλό γιατρό Γκαμπριέλε Φαλόπιο το 1564, ο οποίος περιέγραψε ένα προστατευτικό κάλυμμα από λινό που είχε σχεδιάσει για να αποτρέπει τη σύφιλη. Ο όρος “condom” έγινε πιο διαδεδομένος τον 18ο αιώνα, αν και η ακριβής προέλευσή του παραμένει ασαφής.
Από τότε, τα προφυλακτικά εξελίχθηκαν, με τη χρήση καουτσούκ τον 19ο αιώνα να σηματοδοτεί την έναρξη της σύγχρονης παραγωγής, ενώ σήμερα αποτελούν βασικό μέσο πρόληψης τόσο για τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα όσο και για την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη.