Θα χάσουμε καμιά μέρα τα κινητά και θα μείνουμε μόνοι μας…

Αυτό δεν είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Είναι το πιθανό αύριο. Και η ερώτηση δεν είναι αν θα συμβεί, αλλά αν θα αντέξουμε όταν συμβεί.

Καθημερινά κουβαλάμε μαζί μας το κινητό μας σαν προέκταση του σώματός μας. Το πιάνουμε πριν ακόμα ανοίξουν τα μάτια μας. Το κρατάμε δίπλα μας όταν τρώμε, όταν περπατάμε, όταν περιμένουμε, όταν ακούμε μουσική, όταν μιλάμε. Ελέγχουμε μηνύματα, σκρολάρουμε, τραβάμε φωτογραφίες, κρατάμε σημειώσεις, δουλεύουμε, ενημερωνόμαστε, διασκεδάζουμε, παρηγοριόμαστε, ξεχνιόμαστε. Ο κόσμος ολόκληρος, σ’ ένα κομμάτι γυαλί και αλουμίνιο.

Αλλά υπάρχει μια σκέψη που επανέρχεται. Σαν ψίθυρος σε ώρες αδυναμίας ή αλήθειας: Κι αν κάποια μέρα το χάσουμε; Αν σβήσει; Αν κοπεί το σήμα; Αν για πρώτη φορά εδώ και χρόνια χρειαστεί να κάτσουμε κάπου… χωρίς τίποτα;

Πώς μοιάζει ο άνθρωπος που έμεινε ξαφνικά χωρίς το τηλέφωνό του;

Όχι γιατί το ξέχασε στο σπίτι. Όχι γιατί τελείωσε η μπαταρία. Αλλά γιατί δεν υπάρχει. Γιατί συνέβη κάτι που διέκοψε τη ροή, που έκλεισε τους servers, που έφερε μια διακοπή σε όλα αυτά που θεωρούσαμε δεδομένα. Τεχνολογικά blackout έχουν ξανασυμβεί. Κυβερνοεπιθέσεις επίσης. Διακοπές ρεύματος, πτώση δικτύων, ακόμα και φυσικά φαινόμενα που διακόπτουν την επικοινωνία. Δεν είναι ταινία. Είναι ενδεχόμενο. Και τότε τι;

Δεν θα μπορούμε να ειδοποιήσουμε. Δεν θα μπορούμε να ανεβάσουμε story. Δεν θα υπάρχει ειδοποίηση να μας αποσπάσει, μήνυμα να μας κάνει να νιώσουμε «σημαντικοί», like να επικυρώσει την ύπαρξή μας. Δεν θα υπάρχει playlist για να γεμίζει τη σιωπή. Δεν θα υπάρχει χάρτης για να δείξει τον δρόμο.

Θα είμαστε εμείς. Και η σιωπή.

Η ιδέα ότι κάποια μέρα θα βρεθούμε χωρίς τεχνητό παράθυρο προς τον έξω κόσμο δεν είναι μόνο τεχνική ανησυχία. Είναι υπαρξιακή.

Γιατί συνηθίσαμε να ζούμε με μια μόνιμη εξωτερική αναφορά. Με ένα φως που αναβοσβήνει. Με μια φωνή που μας τραβάει από το χέρι κάθε φορά που πάμε να μείνουμε μόνοι με τη σκέψη μας. Δεν μάθαμε ποτέ να βαριόμαστε. Δεν μάθαμε να περιμένουμε. Δεν μάθαμε να ακούμε τι λέει ο εαυτός μας, αν δεν μας το πει κάποιος άλλος πρώτα.

Το κινητό έγινε φίλος, σύμβουλος, θεραπευτής, καθρέφτης. Μόνο που δεν έχει αυτιά. Δεν έχει ανάσα. Δεν έχει πρόθεση. Είναι εργαλείο. Και εμείς του δώσαμε ψυχή. Του δώσαμε λόγο. Του δώσαμε χρόνο. Του δώσαμε προτεραιότητα απέναντι σε πρόσωπα.

Και αυτό, για χρόνια, λειτουργούσε. Μέχρι που ξεχάσαμε πώς είναι να ζεις χωρίς αυτό.

Κι όμως, υπάρχει ζωή χωρίς κινητό.

Δεν είναι η νοσταλγική αναφορά στις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Δεν είναι το “τότε που παίζαμε στις αλάνες”. Είναι το τώρα που διψάει για επαφή. Το τώρα που βλέπει δύο ανθρώπους να κάθονται σε ένα τραπέζι χωρίς να κοιτάζονται. Παιδιά να βαριούνται να ζωγραφίσουν. Γονείς που απαντούν “ναι” χωρίς να ξέρουν σε τι συμφώνησαν, γιατί απλώς κοίταζαν την οθόνη.

Αν χαθεί το κινητό, θα χρειαστεί να κοιταχτούμε. Να βρούμε άλλους τρόπους να πούμε “μου λείπεις”. Να κάνουμε παύση χωρίς να τη γεμίσουμε με scrolling. Να σταθούμε στην αναμονή χωρίς να γίνουμε ανυπόμονοι. Να πιάσουμε κουβέντα με τον διπλανό. Να καθίσουμε για λίγο με τον εαυτό μας.

Πόσο δύσκολο είναι αυτό, τελικά;

Η απάντηση φοβίζει.

Γιατί έχουμε μάθει να αποφεύγουμε την εσωτερική φωνή. Αυτή που θα ρωτήσει «Είσαι καλά;» κι εσύ δεν θα ξέρεις τι να της απαντήσεις. Αυτή που θα σου θυμίσει πόσα πράγματα έσπρωξες κάτω από το χαλί του feed. Αυτή που θα σε αναγκάσει να νιώσεις. Να δεις. Να θυμηθείς.

Κι όμως, αν χαθεί το κινητό, ίσως είναι η ευκαιρία να επανασυνδεθούμε με τον πυρήνα. Με τη διαίσθηση. Με την παρατήρηση. Με το χρώμα του ουρανού. Με την αληθινή φωνή του άλλου. Με τον λόγο που μας συγκινεί. Με τον χρόνο που κυλά χωρίς ειδοποιήσεις. Με το βλέμμα. Με την αλήθεια.

Δεν είναι όλα μαύρα. Η τεχνολογία μάς έχει δώσει δώρα. Εργαλεία επικοινωνίας, δημιουργίας, ελευθερίας. Δεν είναι εχθρός. Είναι δύναμη.

Αλλά κάθε δύναμη θέλει μέτρο. Και κάθε εξάρτηση χρειάζεται επίγνωση.

Δεν χρειάζεται να χαθεί το κινητό για να βρούμε τον εαυτό μας. Αρκεί να το αφήσουμε, έστω για λίγο. Να κάνουμε χώρο για σιωπή. Να βγούμε από το δωμάτιο χωρίς να το πάρουμε μαζί. Να φάμε χωρίς να το κοιτάμε. Να περπατήσουμε χωρίς να μετρήσουμε βήματα. Να ζήσουμε χωρίς να το ανεβάσουμε.

Όχι για πάντα. Αλλά για λίγο. Όσο χρειάζεται για να θυμηθούμε ότι υπάρχουμε και όταν δεν μας βλέπουν. Ότι είμαστε παρόντες και χωρίς story. Ότι αξίζουμε ακόμα κι όταν δεν μας στέλνουν μηνύματα. Ότι δεν φοβόμαστε πια να μείνουμε μόνοι με εμάς.

Γιατί όταν έρθει εκείνη η μέρα – και έρθει, θα έρθει – που το σήμα θα χαθεί και το κινητό θα γίνει άχρηστο, δεν θα πανικοβληθούμε. Θα έχουμε μάθει. Θα έχουμε ήδη βρει τον εαυτό μας, τον ήχο της φωνής μας, το βλέμμα του ανθρώπου απέναντι, τη σιγουριά του παρόντος.

Και τότε, θα ξέρουμε πια ότι δεν είμαστε μόνοι. Είμαστε ελεύθεροι.