Γιατί κάποιοι άνθρωποι ανθίζουν στη σιωπή…

Υπάρχει μια αλήθεια που σπάνια λέμε δυνατά: κάποιοι άνθρωποι δεν νιώθουν ότι “χάνουν τη ζωή” όταν μένουν σπίτι. Νιώθουν ότι τη βρίσκουν -και εγώ σίγουρα είμαι ένας από αυτούς!

Κι όμως, για χρόνια, το να προτιμάς τον καναπέ σου από μια έξοδο, το σπίτι σου από ένα γεμάτο μπαρ, τη σιωπή από τον θόρυβο, αντιμετωπιζόταν σχεδόν σαν σύμπτωμα. Σαν κάτι που χρειάζεται εξήγηση. Ή, ακόμα χειρότερα, διόρθωση.

Μετά την πανδημία, ο κόσμος άρχισε να μιλά πολύ για τη μοναξιά. Και σωστά. Πολλοί άνθρωποι βρέθηκαν απομονωμένοι χωρίς να το επιλέξουν. Όμως, μέσα σε αυτή τη συζήτηση, χάθηκε κάτι σημαντικό: η διαφορά ανάμεσα στη μοναξιά που πονά και στη μοναχικότητα που θεραπεύει.

Γιατί δεν είναι όλοι όσοι αγαπούν να μένουν σπίτι μόνοι.
Και σίγουρα δεν είναι όλοι δυστυχισμένοι.

Τα τελευταία χρόνια, η ψυχολογία αρχίζει επιτέλους να κοιτάζει με άλλο μάτι τους λεγόμενους homebodies: ανθρώπους που αισθάνονται καλύτερα στο περιβάλλον τους, στον δικό τους χώρο, με τον δικό τους ρυθμό.

Όχι επειδή φοβούνται τον έξω κόσμο.
Αλλά επειδή ξέρουν πού νιώθουν ο εαυτός τους.

Οι έρευνες δείχνουν κάτι αναπάντεχο: πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους έχουν πολύ ισχυρή αυτογνωσία. Μπορούν να μείνουν μόνοι με τις σκέψεις τους χωρίς να χρειάζονται περισπασμούς. Να αφουγκραστούν τι νιώθουν, τι τους κουράζει, τι τους γεμίζει. Και αυτό δεν είναι μικρό πράγμα. Είναι βασικό συστατικό της συναισθηματικής νοημοσύνης.

Παράλληλα, εμφανίζουν συχνά υψηλή συναισθηματική ανεξαρτησία. Δεν εξαρτούν την αξία τους από το πόσα προσκλητήρια έχουν, πόσα μηνύματα λαμβάνουν ή πόσες φορές “φαίνονται”. Δεν χρειάζονται συνεχή επιβεβαίωση για να νιώσουν ότι η ζωή τους έχει νόημα.

Και κάπου εδώ έρχεται και η δημιουργικότητα.

Πόσες φορές οι καλύτερες ιδέες δεν γεννήθηκαν στη σιωπή;
Στις στιγμές που το μυαλό χαλαρώνει και περιπλανιέται χωρίς πρόγραμμα;

Οι άνθρωποι που αντλούν δύναμη από τον χρόνο μόνοι τους συχνά περιγράφουν ότι τότε σκέφτονται καθαρά. Όχι επειδή απομονώνονται από τον κόσμο, αλλά επειδή του δίνουν χώρο να καταλαγιάσει μέσα τους.

Υπάρχει, βέβαια, και το κοινωνικό κομμάτι.
Ναι, πολλοί homebodies έχουν λιγότερες σχέσεις.
Αλλά αυτές οι σχέσεις τείνουν να είναι βαθύτερες.

Είναι οι φίλοι που θα εμφανιστούν όταν πραγματικά τους χρειαστείς. Που θυμούνται λεπτομέρειες, ημερομηνίες, μικρά πράγματα. Όχι γιατί έχουν άπλετο χρόνο, αλλά γιατί επιλέγουν πού τον επενδύουν.

Και κάτι ακόμα: οι άνθρωποι που αγαπούν το σπίτι τους συχνά το μετατρέπουν σε καταφύγιο. Όχι μόνο για τους ίδιους, αλλά και για όσους ζουν μαζί τους. Δημιουργούν χώρους ασφάλειας, ηρεμίας, ορίων. Και αυτό είναι μια μορφή φροντίδας που σπάνια αναγνωρίζεται.

Το άρθρο, ωστόσο, είναι ξεκάθαρο σε ένα σημείο – και καλώς.
Δεν είναι κάθε “μένω σπίτι” υγιές.

Υπάρχουν φορές που πίσω από την απομόνωση κρύβεται άγχος, φόβος κριτικής, ή το αίσθημα ότι δεν ανήκεις. Υπάρχουν στιγμές που το σπίτι δεν είναι επιλογή, αλλά καταφύγιο ανάγκης. Και αυτό είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.

Η διαφορά βρίσκεται στο ερώτημα:
Μένεις μέσα γιατί το θέλεις ή γιατί φοβάσαι να βγεις;

Αν το “μέσα” σε γεμίζει, σε ξεκουράζει, σε επαναφέρει — τότε δεν έχεις τίποτα να απολογηθείς.
Αν σε μικραίνει, τότε ίσως χρειάζεται βοήθεια, όχι ενοχές.

Στο τέλος της ημέρας, δεν χρειάζεται να διαλέξουμε στρατόπεδο. Ούτε έξω, ούτε μέσα. Χρειάζεται ισορροπία. Να ξέρουμε πότε να ανοίγουμε την πόρτα και πότε να την κλείνουμε. Πότε να μοιραζόμαστε και πότε να μαζευόμαστε.

Γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν ζουν λιγότερο.
Απλώς ζουν πιο ήσυχα.
Και καμιά φορά, αυτό είναι το πιο γενναίο πράγμα που μπορείς να κάνεις.