«Εξάγουμε πολιτισμό ιδιαίτερης πρωτοτυπίας ο οποίος μένει άγνωστος στη χώρα μας»

Ένας άνθρωπος, καταδικασμένος από τη θεία δίκη για σοβαρό παράπτωμα, μεταμορφώνεται σε πίθηκο. Αφού περάσει ένα διάστημα σ’ έναν ερημότοπο, ο Ξουθ, όπως είναι το όνομά του, αιχμαλωτίζεται και ζει στην Αγγλία και την Ελλάδα, εκτελώντας χρέη υπηρέτη στον εκάστοτε κύριό του, χάρη στη μεγάλη του ικανότητα να μιμείται τον άνθρωπο. Τον Ξουθ υποδύεται ο Δημήτρης Κουρούμπαλης, που μίλησε στο Say Yes to the Press για τον ιδιαίτερο ρόλο του…

Πρωταγωνιστείτε στο πρώτο νεοελληνικό μυθιστόρημα φαντασίας «Πίθηκος Ξουθ». Ήταν πρόκληση αυτός ο ρόλος; 

Στην αρχή ήταν πρόκληση γλωσσική, να συντονιστώ με το πνεύμα της γλώσσας του Πιτσιπίου, να συναισθανθώ τον ρυθμό της και να μπορέσω να μεταγράψω ό,τι μου ερχόταν στο μυαλό κατή τη διάρκεια των αυτοσχεδιασμών σε μια ιδιαίτερη καθαρεύουσα όπως η δική του. Στη συνέχεια τέθηκαν τα ζητήματα πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να μοιάζει με πίθηκο, τι έχει συμβεί στο σώμα του, στο μυαλό του, πώς ζει ανάμεσα στους ανθρώπους ένας πίθηκος και το πιο δύσκολο από όλα, πώς μιλάει κάποιος που δεν έχει μιλήσει για 20 χρόνια. Τέλος ήρθε το σκηνικό κι εκεί πια άρχισε η τελική πρόκληση! Δεν λέω περισσότερα
γιατί πρέπει να το δει κάποιος αυτό για να καταλάβει. Όπως φυσικά καταλαβαίνετε υπήρξε έντονη η σχέση μου με τον Ξουθ κι επειδή
με γοητεύουν οι δυσκολίες, βρέθηκα να γοητεύομαι βαθιά από την ιστορία της διπλής μεταμόρφωσής του, από άνθρωπο σε πίθηκο κι έπειτα πάλι σε άνθρωπο.

Αν και γράφτηκε το 1848, ο «Πίθηκος Ξουθ» θίγει θέματα διαχρονικά, τον μιμητισμό και την αναζήτηση του εαυτού… Έχοντας εντρυφίσει στην ιστορία του, τι αποκομίσατε από τις περιπέτειες και τα λάθη του Ξουθ; Πιστεύετε στη διδακτική αξία του έργου και στην εύκολη σύνδεσή του με το παρόν από τους θεατές;

Το θέατρο λειτουργεί διδακτικά αν καταφέρει να συνομιλήσει με τον θεατή, όχι από το αν φέρει ηθικά διδάγματα. Γι’ αυτό κάνουμε παραστάσεις και δεν αφήνουμε τα κείμενα στην ησυχία τους, για να ζωντανέψουμε έναν κόσμο και να τον φέρουμε να μιλήσει με το κοινό, να δούμε πώς θα συνεννοηθούν. Μεγάλη επιτυχία της δουλειάς μας πάνω στον πίθηκο Ξουθ είναι η λειτουργία της γλώσσας, μια καθαρεύουσα που στην αρχή μας τρόμαξε όλους, ακούγεται τώρα ξεκάθαρη και απόλυτα κατανοητή σαν δημοτική. Ο ίδιος ο Ξουθ βίωσε μια υπαρξιακή οδύσσεια, από τα ψηλά στα χαμηλά, θύμα πονηρών γυναικών και της ίδιας της ματαιοδοξίας του, έσφαλλε φρικτά και αυτοτιμωρήθηκε ανελέητα. Με σαγηνεύει η στιγμή που σπάει τη σιωπή του όπως επίσης και η στιγμή που επιλέγει την χωρίς τέλος σιωπή. Μέσα στην αφέλειά του έψαξε ο ίδιος και βρήκε την ισορροπία του.

Γιατί θεωρούμε το ξένο a priori ή καλύτερο; Πώς εξηγείτε τη διαχρονικότητα της ξενομανίας μας;
Μίμηση εκεί είμαστε εγκλωβισμένοι, σε μια ανέμπνευστη, ανερμάτιστη και ανοίκεια μίμηση, καμία πρωτοβουλία, καμία προσωπικότητα. Αυτή είναι η αίσθησή μου από τον τύπο, γραπτό, οπτικοακουστικό, από την πολιτική γλώσσα, από την κοινωνική αισθητική. Φοράμε γούστα, συνήθειες, επιλογές που δεν μας ανήκουν και πορευόμαστε χωρίς σαφή σκοπό προς το να γίνουμε καλύτεροι με κάποιον ασύλληπτο ακόμα τρόπο. Εξάγουμε πολιτισμό ιδιαίτερης πρωτοτυπίας ο οποίος μένει άγνωστος στη χώρα μας, Παπαϊωάννου, Λασκαρίδης, οι Blitz, το νέο πρόσωπο του ελληνικού κινηματογράφου δεν ταράζουν τα εγχώρια νερά, είναι κορυφές ενός ρεύματος που μένει αφανές, ένα ρεύμα που δεν μπορεί να βγάλει χρήματα, δεν αυτοσυντηρείται, που δεν μπορεί να ακουστεί ευρέως επειδή δεν έχει συνάφεια και σαφείς συνδέσεις ανάμεσα
στα μέλη του κι έχει για βοηθό την περιστασιακή και ως εκ τούτου ανεπαρκή κρατική παρουσία. Το ξένο έχει πίσω του πολυετή εμπειρία, διαρκή προσπάθεια για να γίνει ακόμα καλύτερο, έχει οργάνωση και μακροπρόθεσμο στόχο. Δεν είναι τυχαίο το θαύμα των παραστατικών τεχνών της κεντρικής Ευρώπης των τελευταίων δεκαετιών, σχεδιάζονταν και οργανώνονταν από καιρό για να καταλήξουν να έχουν μια μαζική εξαιρετική παρουσία στην παραγωγή υψηλής ποιότητάς θεάματος. Υπάρχουν και ελληνικές προσπάθειες αντίστοιχου κύρους που γίνονται μεμονωμένα, κυρίως στην παραγωγή προϊόντων, αλλά και πάλι δεν
μπορούν να επηρεάσουν τη συλλογική πολιτισμική ραθυμία της χώρας που καταλήγει να αρκείται στην εισαγωγή ιδεών, αγαθών, οραμάτων.

Της Βένιας Αντωνίου