Η “Ωραία Ελένη” αποτελεί μία από κοινού προσπάθεια δύο τόσο διαφορετικών ανθρώπων, τους οποίους όμως χαρακτηρίζει ένα είδος ειλικρινούς αγάπης για το ευρύτερο ιδεώδες του πολιτισμού, για το καλαίσθητο σε ό,τι ορίζουμε ως Τέχνες και Γράμματα. Στους κωμικοτραγικούς διαλόγους που έπονται δε θα συναντήσει κανείς παρά μόνο μία έμμετρη-και υπό την καλή έννοια του όρου- «υπερβολή», η οποία μας ταξιδεύει πολύ πίσω, στο παρελθόν, με προμετωπίδα τη μυκηναϊκή Σπάρτη στα χρόνια βασιλείας του Τυνδάρεω. Το ταξίδι του αναγνώστη, ωστόσο, δε θα τελειώσει σε αυτό το σημείο, ή με άλλα λόγια, δεν εξαντλείται σε ένα ιστορικοφανές φόντο, αμάλγαμα πληροφοριών που αντλήθηκαν από τα Έπη του επονομαζόμενου Τρωικού Κύκλου, τη χορική λυρική ποίηση ή/και από αλλού.
Η πορεία προς το αντίθετο ρεύμα του χρόνου συνεχίζεται μέσω του θεατρικού είδους που υπηρετεί το οικείο πόνημα. Επιστρέφουμε, λοιπόν, στην εποχή, όπου αναδύθηκε και εξελίχθηκε ένα είδος θεατρικού γίγνεσθαι, που σαν άλλος ακροβάτης ισορροπούσε μεταξύ κωμικού και τραγικού. Το είδος αυτό ονομάστηκε «ιλαροτραγωδία» ή/και «παρατραγωδία». Εδώ, κάθε υπόθεση εκτυλίσσεται αιφνιδίως από τραγική σε κωμική, και το αντίστροφο, ενώ το τέλος -είθισται τουλάχιστον- να είναι εύθυμο, ηδύ, όπως συμβαίνει στη νεοελληνική θεατρική παράδοση με τα έργα του Χρύσανθου Βοσταντζόγλου (Μποστ), λ.χ. με την περίφημη Μήδεια. Aπό τις εκδόσεις Ελευθερουδάκης.