«Ο οπαδός είναι αναντικατάστατος»: Μαρσέλο Μπιέλσα. Το βιώσαμε πολύ καλά όλη τη περσινή χρονιά. Οπαδοί υπάρχουν πολλών ειδών. Ονειροπόλοι, ρομαντικοί, γκρινιάρηδες, χούλιγκαν, ξερόλες αλλά και συνωμοσιολόγοι. Όλοι αυτοί έχουν κάτι κοινό: Αγάπη για την ομάδα τους αλλά παράλληλα και καμία αγνότητα για το άθλημα το ίδιο και το πνεύμα του (στη χώρα μας τουλάχιστον).
Μέχρι προχτές όμως υπήρχε ένας τελευταίος υπερασπιστής του αγνού οπαδισμού. Ο Κυρ Γιάννης για εμένα προσωπικά, κύριος Γιάννης για ακόμα περισσότερους, Γιάννης Ματζουράνης για κάποιους και τέλος ΕΘΝΙΚΑΡΑΣ για ολόκληρη την οπαδική και φίλαθλη Ελλάδα.
Τον γνώρισα στα 10 μου όταν σαν παιδάκι πέρασα την πόρτα του παλιού τότε σταδίου Κραϊσκάκη για να ξεκινήσω να παίζω για την αρρώστια του Κυρ Γιάννη, τον Εθνικό Πειραιώς. Ένας κύριος γύρω στα 55-60 τότε με πλησίασε πριν από ένα ματς με τον μεγάλο αντίπαλο της πόλης μας, τον Ολυμπιακό και μου είπε: «Είναι και η δική μας φανέλα βαριά και ιστορική. Γερά σήμερα αγόρι μου.» Για να του απαντήσω γεμάτος αυτοπεποίθηση: «Μη φοβάσαι τίποτα κυρ Γιάννη». Τι ήταν να κερδίσουμε εκείνο το ματς; Για τα επόμενα 11 χρόνια που αγωνίστηκα στην ομάδα, κάθε Κυριακή ο ίδιος διάλογος στην έξοδο για το γήπεδο. Έτσι για το γούρι όπως έλεγε.
Τα χρόνια περνούσαν και εκείνος εκεί, κάθε Κυριακή πιστός στη θέση του. Όπου και αν αγωνιζόταν η ομάδα του. Εντός ή εκτός έδρας. Κοντά ή μακριά. Με καλό ή άσχημο καιρό. Στα εντός έδρας ματς οι διαδικασίες δεν άλλαζαν. Πριν το ματς θα ερχόταν πάντα στα αποδυτήρια να εμψυχώσει τους παίκτες αλλά και να πιει ένα ουισκάκι με τον καλό του φίλο και για πολλά χρόνια φροντιστή της ομάδας τον κυρ Σίμο. Η ώρα της σέντρας έφτανε και με το πρώτο σφύριγμα του διαιτητή θα ακουγόταν σε όλο το γήπεδο, όπου και αν βρισκόταν αυτό, το παραδοσιακό «α ρε ΕΘΝΙΚΑΡΑ», ατάκα που έγινε και τραγούδι από το Νίκο Καρβέλα και το οποίο έπαιζε από τα μεγάφωνα του γηπέδου όταν η ομάδα έβγαινε για ζέσταμα.
Στα τόσα χρόνια πορείας του στα γήπεδα δεν έβρισε ποτέ. Ακόμα κι όταν η ομάδα του αδικούνταν από τον διαιτητή, το μόνο που φώναζε ήταν ένα σκέτο «κύριε διαιτητά». Αναγνωρίστηκε και αποθεώθηκε σε όλες τις έδρες τις Ελλάδας, ακόμα και τις πιο δύσκολες. Σε όλη του τη ζωή έχασε μόνο 12 ματς του Εθνικού μέχρι το 2014 όπου πλέον τα πολλά προβλήματα υγείας τον κράτησαν μακριά από την αγαπημένη του θέση στην κερκίδα. Είδε τον Εθνικό στις μεγαλύτερες δόξες του (δεκαετία ’70 και ’80) αλλά και στις χειρότερές του χρονιές με απανωτούς υποβιβασμούς. Η αγάπη του όμως ίδια.
«Σε αγαπάμε ακόμα κι αν κερδίζεις» λένε στη Σεβίλλη και αυτό ακριβώς ήταν ο κυρ Γιάννης. Ο αγνός οπαδός που αγαπούσε την ομάδα του χωρίς αντάλλαγμα.
Αν λοιπόν είσαι οπαδός ή θες να λέγεσαι, γίνε σαν τον κυρ Γιάννη.