Η ιστορία λίγο πολύ γνωστή. Χιλιοειπωμένη και χιλιοδιαβασμένη ίσως κυρίως απο τους ποδοσφαιρόφιλους αλλά και από τους λάτρεις των happy end. Νεαρός, Βρετανός, με οικογενειακά προβλήματα και εννοείται προβλήματα με τον νόμο. Το όνομα με το οποίο όλοι τον γνωρίσαμε, Τζέιμι Βάρντι. To πλήρες και αρχικό του, Τζέιμι Ρίτσαρντ Γκιλ. Πάμε λοιπόν να δούμε τι κατάφερε αυτός ο τύπος και να εστιάσουμε σε ένα σημείο – κλειδί της ζωής του, που δείχνει ότι τα πράγματα μάλλον θα ήταν διαφορετικά για το πολυβόλο της Λέστερ.
Ο Τζέιμι Ρίτσαρντ Γκιλ λοιπόν γεννήθηκε στο Σέφιλντ στις 11 Ιανουαρίου του 1987. Μεγάλωσε χωρίς πατέρα, αφού ο Ρίτσαρντ Γκιλ, εργάτης τότε και βιολογικός πατέρας του Τζέιμι, αποφάσισε να παρατήσει τη Λίζα Βάρντι όταν έμαθε πως ήταν έγκυος, καθώς περίμενε παιδί και από μια άλλη γυναίκα. Ο λόγος βέβαια που ο σέντερ φορ της Λέστερ κράτησε το επώνυμο της μητέρας του είναι προφανής και μας φέρνει στο μυαλό την επίσης γνωστή ιστορία του τεράστιου ουαλού εξτρέμ Ράιαν Γκίκς της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, όπου κ εκείνος για παρόμοιο λόγο κράτησε το επώνυμο της μητέρας του.
Όπως κάθε Βρετανός που σέβεται τον εαυτό του, δεν άργησε να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο κι έτσι στα 15 του θα γραφτεί στη Σέφιλντ Γουένσντεϊ. Τα πράγματα όμως δεν ξεκίνησαν και πολύ καλά για τον έφηβο τότε Τζέιμι και αποφάσισε να συνεχίσει στην ερασιτεχνική Stockbridge Park Steels έναντι του ποσού των 30 λιρών την εβδομάδα. Μάλιστα για να καταφέρει να γίνει βασικός πέρασαν 4 ολόκληρα χρόνια. Παράλληλα εργαζόταν σε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε νάρθηκες σε 12ωρη μάλιστα βάρδια.
«Δούλευα πολλές ώρες τη μέρα και μετά πήγαινα κατευθείαν στην προπόνηση, πράγμα που δεν με βοηθούσε να έχω την απόδοση που ήθελα και που έπρεπε. Αυτό όμως δεν με έκανε να τα παρατήσω» είχε δηλώσει ο ίδιος.
Ο Τζέιμι είναι άνθρωπος με τεράστιο τσαμπουκά και εκτός γηπέδων. Το 2007 λοιπόν ενεπλάκη σε καυγά έξω από μια πάμπ υπερασπιζόμενος έναν κωφάλαλο φίλο του που δέχτηκε μπούλινγκ. Το δικαστήριο του αναγνωρίζει ως ελαφρυντικό ότι δεν ξεκίνησε αυτός τον καυγά αλλά ήταν αυτός που τον τελείωσε. Έτσι για 6 μήνες κυκλοφορούσε με ένα ειδικό βραχιόλι-ανιχνευτή το οποίο τον ανάγκαζε να είναι πίσω στο σπίτι του κάθε μέρα στις 6 το απόγευμα. Μισά χρονικά παιχνίδια λοιπόν ή στην καλύτερη των περιπτώσεων μέχρι το 60΄του ματς προκειμένου να προλάβει τους περιοριστικούς όρους.
Ούτε αυτό όμως θα μπορέσει να σταθεί εμπόδιο μπροστά στη θέληση και στο ταλέντο του, αφού σε 107 ματς πετυχαίνει 66 γκολ και αρχίζει να κινεί το ενδιαφέρον αρκετών club. Ένα από αυτά είναι και η Χάλιφαξ, η οποία για 15.000 λίρες τον κάνει δικό της. Ο Τζέιμι σε 37 αγώνες πυροβολεί 26 φορές και αναδεικνύεται MVP κατακτώντας παράλληλα και το πρωτάθλημα. Επόμενη φανέλα για τον Βάρντι είναι η Φλίτγουντ. 31 γκολ σε 36 ματς και ο τίτλος του πρώτου σκόρερ της Κονφερένς είναι δικός του. Και εκεί όμως αντιμετώπισε μικροθεματάκια πειθαρχίας. Η αργοπορημένη προσέλευσή του σε μια προπόνηση ανάγκασε τον προπονητή του να τον βάλει να τρέξει γυμνός στο κρύο με τους συμπαίκτες του να κραυγάζουν σαν λύκοι υπενθυμίζοντάς του πως όσο ανεβαίνει το επίπεδο πρέπει να είναι πιο σοβαρός.
Τον Ιανουάριο του 2012 η Μπλάκπουλ πρόσφερε 750.000 λίρες για την απόκτησή του, όμως η Φλίτγουντ δεν έπεφτε κάτω από εκατομμύριο για να κλείσει το deal. Ο Βάρντι ωστόσο συνεχίζει να πυροβολεί και πετυχαίνει 31 γκολ σε 36 εμφανίσεις. Τα νούμερα του Βάρντι δεν αφήνουν αδιάφορη την Λέστερ και το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς καλύπτει τις απαιτήσεις της Φλίτγουντ κ τον κάνει δικό της.
Και φτάνουμε στο σημείο κλειδί…
Στη Λέστερ δεν ξεκινάει καλά, με τον κόσμο να μην τον θέλει και ο ίδιος ζητάει την αποδέσμευσή του θέλοντας να βάλει τέλος στην καριέρα του. Όμως, ο τότε προπονητής Νάιτζελ Πίρσον του αλλάζει γνώμη και τον πείθει να μείνει για άλλη μια χρονιά. Αυτό ήταν. Ο κόσμος αρχίζει να βλέπει έναν άλλο Βάρντι. Ο ερχομός του Κλαούντιο Ρανιέρι θα τον εκτοξεύσει, αφού ο Ιταλός θα καταφέρει να βγάλει από τον Βάρντι αυτά ακριβώς που μπορούσε να δώσει. Το “κανόνι” από το Σέφιλντ θα πετύχει 22 εκρήξεις, βγάζοντας απίστευτη ενέργεια και ποδοσφαιρικό «τσαμπουκά» μέσα στις 4 γραμμές του γηπέδου, ισοπεδώνοντας οποιαδήποτε άμυνα τολμούσε να υποτιμήσει έστω και για κλάσματα δευτερολέπτου την ταχύτητα και τα απίστευτα τελειώματά του. Η συνέχεια γνωστή. Κατάκτηση της Πρέμιερ Λιγκ στην πιο απίθανη ποδοσφαιρική ιστορία (μαζί με της εθνικής μας το 2004), κατάκτηση κυπέλλου Αγγλίας και η πιο πρόσφατη διάκριση αυτή του γηραιότερου πρώτου σκόρερ της Πρέμιερ Λιγκ σε ηλικία 33 ετών. Ο μοναδικός που έχει βγει πρώτος σκόρερ και στην Πρέμιερ Λιγκ αλλά και στη Κόνφερενς. Η δήλωση του συμπαίκτη του Άντι Μάγκαν το 2012 στη Φλίτγουντ τα λέει όλα: «Τον έβλεπα κοκαλιάρη και απορούσα πώς γινόταν να πλακώνεται με τα θηρία που είχαμε για αντιπάλους».
Τον Νοέμβριο του 2015 ο Βάρντι εγκαινίασε τη V9 academy, ένα καμπ διάρκειας μιας εβδομάδας, με σκοπό να προσφέρει καθοδήγηση σε 60 παίκτες που δεν ανήκουν στη Λίγκα και να τους προσφέρει την ευκαιρία να δείξουν το ταλέντο τους μπροστά σε σκάουτερ από μεγάλα πρωταθλήματα.
Η απογοήτευση μετατράπηκε σε κίνητρο
Σαφώς και το σημείο κλειδί είναι η πειθώ του Νάιτζελ Πίρσον, ώστε ο Βάρντι να μη σταματήσει το ποδόσφαιρο αποδεικνύοντας ότι όσο πίστη και θέληση να έχει κάποιος για τον στόχο που έχει βάλει θα έρθει και μια στιγμή δύσκολη, ανθρώπινη που χρειάζεται ένας διακόπτης μυαλού ώστε να γυρίσει την απογοήτευση σε κίνητρο. Αυτόν τον ρόλο έπαιξε λοιπόν ο coach Πίρσον στην Χολιγουντιανή ιστορία ζωής του κοκκαλιάρη τυπάκου από το Σέφιλντ. Τον ρόλο του εγκεφαλικού διακόπτη.
Never give up λοιπόν φιλαράκια μου με ή χωρίς διακόπτες…
Κρατάμε γερά, αμυνόμαστε θυμωμένα!