Η συγγραφέας Κατερίνα Γκούνα μίλησε στο Say Yes to the Press με αφορμή το νέο της μυθιστόρημα…
«Τα φεγγάρια του θερισμού» είναι το τελευταίο σας βιβλίο. Να γυρίσουμε για λίγο στην περίοδο που γεννήθηκε; Θυμάστε την ξεχωριστή στιγμή της έμπνευσής του;
Τα προηγούμενα μυθιστορήματα και ό,τι άλλο ανέκδοτο υπάρχει,
γράφτηκαν αυθόρμητα, χωρίς σχέδιο. Ξεκινούσα από ένα στιγμιαίο
ερέθισμα, έβαζα την πρώτη σειρά, μετά μια παράγραφο, μετά σελίδα, μετά κεφάλαιο, μετά μια ολοκληρωμένη ιστορία τετρακοσίων σελίδων. Ερήμην μου θα έλεγα. Οι ήρωες αυτονομούνταν απ’ το πρώτο λεπτό της εμφάνισής τους, προχωρούσαν μόνοι τους και εγώ απλά ακολουθούσα και κατέγραφα. Ετούτο άρχισε αλλιώς. Είναι το μόνο με κάποιο σχέδιο. Περασμένη νύχτα, σκάρωνα ένα κείμενο για ένα βιβλίο. Μια ιδέα ήρθε στο μυαλό μου, ξαφνικά. Αν ήταν να το καταγράψω κάπου θα έπιανε δυο σειρές όλο κι όλο. «Να γράψω για την μετεμφυλιακή Ελλάδα. Για τη φτώχεια και για τη θέληση των απλών ανθρώπων να ζήσουν και να προκόψουν στον καινούργιο τοπίο. Και για μια βασανισμένη γυναίκα που της έκλεψαν με δόλιο τρόπο το παιδί της». Το θέμα με την απαγωγή του παιδιού ίσως επηρεασμένη από διάφορες υποθέσεις παράνομων υιοθεσιών εκείνης της εποχής που κατά καιρούς έβγαιναν στη δημοσιότητα. Άφησα το κείμενο που δούλευα, άνοιξα έγγραφο και άρχισα να γράφω. Ιούλιος μήνας. Στη βεράντα ενός σπιτιού στα Χανιά που έβλεπε στη θάλασσα, ώρα περίπου δύο μετά τα μεσάνυχτα. Για χρόνια άλλαζα, βελτίωνα, συμπλήρωνα, ολοκλήρωνα.
Οι ηρωίδες του βιβλίου σας πονούν, αγωνιούν, ερωτεύονται… Ποιο όμως είναι εκείνο το συναίσθημα που παίζει τον πιο καθοριστικό ρόλο στην πορεία της ζωής τους;
Είναι μια άλλη εποχή που η πλειονότητα δεν την έχουμε ζήσει. Ο έρωτας
που σήμερα παίζει κυρίαρχο ρόλο στη ζωή μας και αποτελεί βασικό
ζητούμενο για την ευτυχία μας, εκείνον τον καιρό έρχεται σε δεύτερη, τρίτη μοίρα χωρίς να παραβλέπεται η ύψιστη αξία του για τον άνθρωπο. Οι δικοί μου ήρωες είναι άνθρωποι του μόχθου, παλεύουν για την επιβίωση, για το αυριανό φαγητό, κρατούν γερά το τιμόνι της ζωής τους και την οδηγούν προς ένα καλύτερο μέλλον με αξιοπρέπεια, υπομονή, δύναμη και αντοχή. Η Ευγενία, το βασικό πρόσωπο στην ιστορία, είναι ένα απ’ αυτά, που μπορεί να πονά αφόρητα και σιωπηλά, αλλά την ίδια στιγμή δημιουργεί, προκόβει, αγαπά και προσφέρει γενναιόδωρα.
Θεωρείτε πως συχνά η έννοια της ελπίδας είναι ουτοπική ή ίσως παρεξηγημένη; Έχετε παρατηρήσει πως καμιά φορά πίσω από το ρήμα ελπίζω κρύβεται καλά μοιρολατρική διάθεση και παθητική στάση απέναντι στη ζωή;
«Dum spiro, spero», όσο ζω ελπίζω. Ήταν το πρώτο μάθημα που
κάναμε στα Λατινικά στο Σχολείο. «Συν Αθηνά και χείρα κίνει». Μας το δίδαξαν κι αυτό στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών στο Σχολείο.
Από τότε, πέρασαν «έτη φωτός», μεγάλωσα, ζυμώθηκα, ωρίμασα.
Άτομο πρακτικό που είμαι προσπαθώ και συνήθως τα καταφέρνω να βλέπω τα πράγματα έτσι όπως είναι, χωρίς αυτό να με εμποδίσει να είμαι ρομαντική, να ονειρεύομαι, να βάζω στόχους και να πραγματοποιώ τους περισσότερους και κυρίως αυτούς που εξαρτώνται απ’ τη δική μου θέληση και μόνο. Θεωρώ πως από μόνη της η Ελπίδα, δεν μας προσφέρει απολύτως τίποτε, όταν άπραγοι περιμένουμε απλά να έρθει το επιθυμητό ή το αναγκαίο από κάποια αόρατη δύναμη, η Τύχη ας πούμε, που θα αναλάβει δράση για εμάς και θα στρέψει την πορεία των πραγμάτων υπέρ μας. Μόνο όταν η Ελπίδα συνδυάζεται με την απόφαση, τη διεκδίκηση και οπωσδήποτε τη διάθεση να αγωνιστείς, να κουραστείς, να δώσεις απ’ τον εαυτό σου, ενδεχομένως να στερηθείς για να πετύχεις αυτό που επιδιώκεις, γίνεται δύναμη, γίνεται ενέργεια και φέρνει και αποτέλεσμα. Αυτονόητο ότι πρέπει να υπάρχει ελπίδα στον άνθρωπο.
Υπάρχει κάποια αγαπημένη φράση σε βιβλίο σας… που χαρακτηρίζει το πώς βλέπετε εσείς τη ζωή;
Άνθρωποι, καταστάσεις, γεγονότα, επιδιώξεις μ’ αρέσουν όταν φέρουν ήθος, αυτό το ήθος που χαρακτηρίζει τους αγαθούς ανθρώπους, με τον όρο «αγαθός» όχι όπως κατάντησε να λέγεται σήμερα για τους αφελείς και ευκολόπιστους, αλλά με την πρωταρχική του έννοια, αυτήν του γενναίου, του έντιμου, του ευγενούς. Τέτοιους έχω πολλούς στα βιβλία μου, όπως και ανέντιμους βέβαια, αφού η σύγκρουση του καλού με το κακό, ως κυρίαρχο στοιχείο της κοινωνίας των ανθρώπων εκφράζεται πάντα και στη λογοτεχνία. Σε όλα τα βιβλία υπάρχουν περιπτώσεις όπου «μιλάω», εγώ μέσα απ’ τους καλούς ανθρώπους που ανέφερα παραπάνω. Κι σε όλα υπάρχουν φράσεις αγαπημένες και χαρακτηριστικές του τρόπου με τον οποίον βλέπω την ζωή. Θα μου επιτρέψετε να μην βάλω μια φράση μόνο, αλλά μια πολύ μικρή παράγραφο απ’ τα «Φεγγάρια του Θερισμού». Είναι η τελευταία στον επίλογο, μ’ αυτήν κλείνει το βιβλίο.
«Οι μουσικοί συνέχιζαν να παίζουν. Ένα αεράκι που κατέβαινε απ’ το βουνό, έπαιρνε τους ήχους και τους ταξίδευε. Τους πήγαινε μακριά, εκεί όπου υπάρχει πόνος και αδικία, εκεί όπου κάποιοι κύκλοι περιμένουν το πλήρωμα του χρόνου για να κλείσουν και να δώσουν στην ζωή χώρο και ελπίδα να κάνει, λυτρωμένη, το επόμενο βήμα της. Εκεί όπου ολόγιομα φεγγάρια περιμένουν να φωτίσουν την συγκομιδή των θεριστών που έσπειραν τους σπόρους της αγάπης».