Τα Αυτοάνοσα Ρευματικά Νοσήματα είναι πολυπαραγοντικά νοσήματα -ως προς την αιτία τους. Τρεις παράγοντες παίζουν ρόλο στην παθογένεση των αυτοάνοσων νοσημάτων: τα γονίδια, το ανοσοποιητικό σύστημα και το περιβάλλον όπου ζει ο ασθενής.
Τα γονίδια προσδίδουν αυτό που ονομάζεται «προδιάθεση» ή γενετική ευαισθησία. Το ανοσοποιητικό σύστημα απορυθμίζεται και παρέχει τα εργαλεία για την εκτέλεση της παθολογικής βλάβης. Το περιβάλλον παρέχει τα ερεθίσματα που μπορεί να κάνουν την αυτοάνοση νόσο κλινικά εμφανή. Καθώς οι πολυπαραγοντικές καταστάσεις προκαλούνται εν μέρει από γενετικούς παράγοντες, οι αυτοάνοσες παθήσεις τείνουν να εμφανίζονται σε οικογένειες. Περιβαλλοντικοί παράγοντες όπως οι ιοί ή το ηλιακό φως πυροδοτούν στη συνέχεια μια ανοσολογική απόκριση σε γενετικά ευαίσθητα άτομα. Δεκαετίες προσπαθειών έχουν αφιερωθεί στη μελέτη της γενετικής πολλών αυτοάνοσων νοσημάτων, με κύριο
στόχο τον εντοπισμό του αυτοάνοσου γονιδίου ή γονιδίων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν υπάρχει ένα απλό αυτοάνοσο γονίδιο.
Τα αυτοάνοσα γονίδια είναι σκορπισμένα σε όλο το γονιδίωμα
Τα αυτοάνοσα γονίδια βρίσκονται σε πολλά χρωμοσώματα. Για παράδειγμα, στον συστηματικό ερυθηματώδη λύκο, πάνω από 80 γονίδια έχουν ταυτοποιηθεί σε καθένα από τα χρωμοσώματά μας (Curr Opin Rheumatol, 2017). Δεδομένου ότι τα γονίδια των αυτοάνοσων νόσων είναι πολλά και μεμονωμένα , έχουν επίσης χαμηλό αντίκτυπο, ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να μελετηθούν. Μεταξύ των γονιδίων υπάρχουν κάποια, όπως το HLADRB1 (Το Μείζον σύστημα συμπλέγματος ιστοσυμβατότητας) που προδιαθέτει για την εμφάνιση αυτοάνοσου νοσήματος. Όποιος δηλαδή το έχει, παρουσιάζει μεγάλες πιθανότητες να εμφανίσει μια πληθώρα από αυτοάνοσα νοσήματα, ακόμη και περισσότερα από ένα ταυτόχρονα π.χ. ρευματοειδή αρθρίτιδα, κ.ά.
Το Μείζον σύστημα συμπλέγματος ιστοσυμβατότητας είναι το πιο πολυμορφικό σύμπλεγμα γονιδίων του γονιδιώματος των θηλαστικών.
Στους ανθρώπους, αυτός είναι ένας γονιδιωματικός τόπος γνωστός ως σύστημα ανθρώπινου αντιγόνου λευκοκυττάρων (HLA). Το HLA κωδικοποιεί ως επί το πλείστον πρωτεΐνες που σχετίζονται με το ανοσοποιητικό, των οποίων το κύριο αποτέλεσμα είναι η παρουσίαση αντιγόνων στα κύτταρα του ανοσοποιητικού. Έτσι, είναι σαφές ότι είναι απαραίτητο για τη σωστή λειτουργία της ανοσολογικής απόκρισης έναντι των παθογόνων και εμπλέκεται έντονα στην ανάπτυξη αυτοάνοσων νοσημάτων. Ωστόσο, υπάρχουν εκατοντάδες πολυμορφισμοί του HLA-DRB1 που έχουν συσχετιστεί με διαφορετικές αυτοάνοσες διαταραχές καθώς και με ανοσολογική απόκριση σε μόλυνση και εμβόλια.
Είναι πιθανό ότι η αλληλεπίδραση ειδικού HLA με παθογόνα αντιγόνα είναι ένα από τα κλειδιά που ευνοούν (ή προστατεύουν) προς την ανάπτυξη μιας αυτοάνοσης νόσου.
Συμπέρασμα
Στην εποχή της εξατομικευμένης ιατρικής, θα ήταν πολύ χρήσιμο να δημιουργηθεί ένας χάρτης του γονιδιωματικού κινδύνου κάθε ατόμου για να αξιολογηθεί ο κίνδυνος ανάπτυξης μιας αυτοάνοσης πάθησης.
Ωστόσο, τα γενετικά ευαίσθητα άτομα δεν αναπτύσσουν πάντα μια αυτοάνοση κατάσταση.