Η νόσος του καρκίνου παραμένει ένας από τους κύριους παράγοντες θνησιμότητας στην Ελλάδα, όπως επισημαίνουν οι εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΟΣΑ, οι οποίες αναλύουν τα στατιστικά δεδομένα για τη χώρα μας. Παρά την ύπαρξη θεμάτων στη συλλογή ακριβών στοιχείων, το 2019 καταγράφηκαν περίπου 31.000 θάνατοι από καρκίνο, αντιπροσωπεύοντας το 25% των συνολικών θανάτων στη χώρα.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) υποδεικνύει ότι οι πιο συνηθισμένοι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση καρκίνου στην Ελλάδα περιλαμβάνουν το κάπνισμα, το αλκοόλ, την παχυσαρκία και την υπερβολική έκθεση στην UV ακτινοβολία. Συγκεκριμένα, το 34,6% των περιπτώσεων καρκίνου σχετίζεται με τη χρήση καπνού, το 5,5% με την κατανάλωση αλκοόλ, το 6,9% με την παχυσαρκία, και το 38,4% των περιστατικών μελανώματος συνδέεται με την έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία.
Όσον αφορά στους πιο συχνούς τύπους καρκίνου στην Ελλάδα, ο καρκίνος του πνεύμονα κατατάσσεται στην κορυφή με τη μεγαλύτερη θνησιμότητα, καθώς ευθύνεται για το 25,1% των θανάτων και αντιπροσωπεύει το 14,8% των νέων περιστατικών. Ακολουθεί ο καρκίνος του παχέος εντέρου με 10,3% θνησιμότητα, ενώ άλλοι συχνοί τύποι περιλαμβάνουν τον καρκίνο του μαστού, της ουροδόχου κύστης και του προστάτη.
Η κατάσταση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη συνεχιζόμενη υψηλή συχνότητα καπνίσματος στην Ελλάδα, καθώς σχεδόν το 25% των ενηλίκων εξακολουθούν να να είναι εθισμένοι σε αυτή τη συνήθεια. Επιπλέον, οι καθυστερήσεις στην εφαρμογή στρατηγικών και μέτρων για την καταπολέμηση του καπνίσματος, όπως καταδεικνύει και η σταθερή πρωτοκαθεδρία του καρκίνου του πνεύμονα ως αιτία θνησιμότητας από καρκίνο από το 2011, συντελούν στην επιδείνωση της κατάστασης.
Σε ό,τι αφορά στη θεραπεία, η Ελλάδα υστερεί στην έγκαιρη πρόσβαση σε νέα αντικαρκινικά φάρμακα. Σύμφωνα με την ΕΕ και τον ΟΟΣΑ, η διαδικασία έγκρισης και διάθεσης των φαρμάκων στην ελληνική αγορά είναι αργή σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η καθυστέρηση στην ένταξη νέων θεραπειών στον κατάλογο αποζημίωσης φαρμάκων καθιστά δύσκολη την πρόσβαση των καρκινοπαθών σε καινοτόμα φάρμακα, με τον μέσο χρόνο αναμονής να φτάνει τα 28 μήνες, ενώ σε χώρες όπως η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ασθενείς έχουν πρόσβαση σε νέες θεραπείες σε μόλις μερικές ημέρες.
Περαιτέρω, το δημόσιο σύστημα υγείας έχει υποστεί σοβαρές περικοπές λόγω της λιτότητας, με αποτέλεσμα τις μεγάλες καθυστερήσεις και τις ελλείψεις σε εξειδικευμένο προσωπικό. Παρά τις προσπάθειες της Πολιτείας να ενισχύσει τη διάγνωση και τη θεραπεία του καρκίνου, η πρόσβαση στη φροντίδα παραμένει περιορισμένη και οι ασθενείς αναγκάζονται συχνά να αναζητούν ιδιωτικές λύσεις.