Το σαξόφωνο είναι το πιο πρόσφατο πνευστό όργανο, με την εφεύρεσή του να χρονολογείται στις αρχές της δεκαετίας του 1840 από τον Βέλγο οργανοποιό Αντόλφ Σαξ. Ο Σαξ ήταν ειδικευμένος μεταλλουργός και κλαρινετίστας που προσπάθησε να δημιουργήσει ένα καλύτερο κλαρινέτο. Ήθελε βασικά να συνδυάσει τις ιδιότητες του όμποε, του κλαρινέτου και του φαγκότου σε ένα ενιαίο όργανο. Στις 28 Ιουνίου του 1846, κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το σαξόφωνο. Το όνομά του συνδυάζει στο πρώτο συνθετικό το όνομα του δημιουργού του και το δεύτερο την ελληνική λέξη «φωνή».
Παρόλο που κατασκευάζεται από ορείχαλκο, το σαξόφωνο ανήκει στην κατηγορία των ξύλινων οργάνων, λόγω του τρόπου παιξίματος που θυμίζει το κλαρινέτο. Αποτελείται από έναν κωνικό σωλήνα με γυριστή καμπάνα, έχει 24 οπές με κλειδιά και κινητό επιστόμιο. Υπάρχουν επτά κύριες παραλλαγές, όπως το σοπράνο, το άλτο και το τενόρο.
Αρχικά, το σαξόφωνο χρησιμοποιήθηκε κυρίως σε στρατιωτικές μπάντες και δεν βρήκε ευρεία αποδοχή στη συμφωνική μουσική, με ελάχιστους συνθέτες της ρομαντικής περιόδου να το εντάσσουν στα έργα τους. Η μεγάλη του επιτυχία ήρθε τον 20ό αιώνα, όταν έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της τζαζ, αναδεικνύοντας σπουδαίους καλλιτέχνες όπως οι Κολτρέιν και Πάρκερ. Αυτή η αλλαγή στάσης ενίσχυσε τη δημιουργικότητα γύρω από το σαξόφωνο, καθιστώντας το κεντρικό όργανο σε πολλές μουσικές συνθέσεις.
Τη δεκαετία του 1960, τα ροκ και ποπ συγκροτήματα άρχισαν να χρησιμοποιούν το σαξόφωνο για να προσθέσουν υφή και ενδιαφέρον στις ηχογραφήσεις τους.