Eμμηνόπαυση και Αυτοάνοσα Ρευματικά Νοσήματα

Η εμμηνόπαυση ορίζεται ως η διακοπή της εμμήνου ρύσεως αναδρομικά για 12 μήνες χωρίς παθοφυσιολογική αιτία. Η ηλικία της εμμηνόπαυσης μπορεί να επηρεάσει τον κίνδυνο και την πορεία των ρευματικών παθήσεων.

Η εμμηνόπαυση εμφανίζεται φυσικά σε γυναίκες σε ηλικία περίπου 50 ετών. Ωστόσο, οι αλλαγές στη λειτουργία των ωοθηκών που σχετίζονται με την ηλικία ξεκινούν στα μέσα της τέταρτης δεκαετίας της ζωής με μειωμένα ωοθυλάκια.

Οι Αυτοάνοσες ρευματικές παθήσεις είναι γενικά πιο συχνές στις γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες. Υπάρχουν εκτεταμένα στοιχεία που περιγράφουν τη σχέση ορισμένων Αυτοάνοσων Ρευματικών Νοσημάτων με την εμμηνοπαυσιακή κατάσταση, ενώ τα στοιχεία είναι ελάχιστα για άλλες ρευματικές παθήσεις.
Συγκεκριμένα, υπάρχει πληθώρα δεδομένων σχετικά με τη σχέση της εμμηνόπαυσης με τον Συστηματικό Ερυθηματώδη Λύκο, την Ρευματοειδή Αρθρίτιδα και την οστεοαρθρίτιδα (ΟΑ), ενώ υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα για άλλες ρευματικές παθήσεις.
Η οστεοπόρωση – αναπόσπαστο μέρος των φλεγμονωδών ρευματικών παθήσεων- επιδεινώνεται από την εμμηνόπαυση. Η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης έχει μελετηθεί και τα αποτελέσματά της ποικίλλουν ανάλογα με τη νόσο και ακόμη και διαφορετικές εκδηλώσεις εντός της ίδιας νόσου.

Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος (ΣΕΛ)

Ο ΣΕΛ είναι η πρωτότυπη συστηματική φλεγμονώδης ρευματική νόσος. Υπάρχει ένα ευρύ φάσμα ορολογικών και κλινικών εκδηλώσεων που αποδίδονται στον ΣΕΛ με σχεδόν κάθε ασθενή να έχει μια μοναδική πορεία της νόσου.
Η νόσος επηρεάζει τις γυναίκες περίπου 10 φορές πιο συχνά από τους άνδρες με έναρξη τυπικά στην τρίτη ή τέταρτη δεκαετία της ζωής.
Παρά τη συνήθη έναρξη της νόσου – πολύ πριν από τη μέση ηλικία της εμμηνόπαυσης, υπάρχει πληθώρα δεδομένων σχετικά με την εμμηνόπαυση και τον ΣΕΛ, με πολλαπλές πτυχές αυτής της σχέσης που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Μεταξύ αυτών είναι εάν η ηλικία έναρξης
της εμμηνόπαυσης αποτελεί παράγοντα κινδύνου για ΣΕΛ και εάν η έναρξη της εμμηνόπαυσης μεταβάλλει την πορεία ή τη σοβαρότητα της νόσου ή τις επιπλοκές της, συμπεριλαμβανομένης της επιταχυνόμενης καρδιαγγειακής νόσου.
Η ορμονική θεραπεία για την εμμηνόπαυση μπορεί επίσης να αλληλεπιδράσει με τη νόσο. Η νόσος με έναρξη μετά την εμμηνόπαυση, αν και ασυνήθιστη, μπορεί να είναι μια ξεχωριστή οντότητα σε σύγκριση με την προεμμηνοπαυσιακή έναρξη.
Τέλος, η κυτταροτοξική θεραπεία του ΣΕΛ μπορεί να προκαλέσει ιατρογενή και πρώιμη εμμηνόπαυση.

Ρευματοειδής αρθρίτιδα

Η ρευματοειδής αρθρίτιδα επηρεάζει περίπου το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού με αναλογία γυναικών προς άντρες έως και 6 προς 1 στους νεαρούς ενήλικες, αλλά η αναλογία φύλου πλησιάζει το 1 καθώς αυξάνεται η ηλικία έναρξης.

Παρόμοια με τον ΣΕΛ και την ΟΑ, υπάρχουν πολλές πτυχές της νόσου που πιθανώς σχετίζονται με την εμμηνόπαυση.
Όσον αφορά το εάν η εμμηνόπαυση αυξάνει τον κίνδυνο ή τη σοβαρότητα της ΡΑ, τα αποτελέσματα των μελετών τόσο για την εμμηνόπαυση όσο και για τις οιστρογονικές
ορμόνες, είτε μετά την εμμηνόπαυση είτε για αντισύλληψη, είναι ποικίλα και αντιφατικά.
Παρόμοια με άλλες φλεγμονώδεις ρευματικές ασθένειες, η οστεοπόρωση προκαλείται εν μέρει από την ίδια τη νόσο με συγκεκριμένα αποτελέσματα στην αναδόμηση των
οστών και όχι απλώς αποτέλεσμα της θεραπείας με γλυκοκορτικοστεροειδή.

Οστεοαρθρίτιδα

Η οστεοαρθρίτιδα (ΟΑ) είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
Οι υποδοχείς οιστρογόνων υπάρχουν στους ιστούς των αρθρώσεων. Τα οιστρογόνα έχουν χονδροπροστατευτικό ρόλο.

Συμπερασματικά

Η εμμηνόπαυση αλληλεπιδρά με την ρευματική νόσο με διάφορους τρόπους.
– Η εμμηνόπαυση και η αντιμετώπισή της μπορεί να επηρεάσουν τις ρευματικές παθήσεις και οι
ρευματικές παθήσεις μπορεί να επηρεάσουν την εμμηνόπαυση.
– Το μειωμένο απόθεμα των ωοθηκών είναι ένα εγγενές χαρακτηριστικό της Αυτοάνοσης Ρευματικής νόσου, παρά τη θεραπεία.
– Η οστεοπόρωση είναι συχνή σε πολλές ρευματικές παθήσεις και η εμμηνόπαυση αυξάνει τον κίνδυνο οστεοπόρωσης καθώς και κατάγματος ευθραυστότητας.

Ελένη Κομνηνού
Ειδική Ρευματολόγος, Clinical Assistant Professor of University of Nicosia, Επιστημονικά Υπεύθυνη Ρευματολογικού Τμήματος Metropolitan General, Διευθύντρια Κλινικής “Αυτοάνοσων Ρευματικών Νοσημάτων" Metropolitan General, Υπεύθυνη Τμήματος “Αυτοάνοσων Ρευματικών Νοσημάτων και Κύησης" ΜΗΤΕΡΑ