Εμμηνόπαυση και ρευματικές παθήσεις

Η εμμηνόπαυση ορίζεται ως η διακοπή της εμμήνου ρύσεως αναδρομικά για 12 μήνες χωρίς παθοφυσιολογική αιτία.
Ο μέσος όρος στην εμμηνόπαυση είναι περίπου τα 51 έτη, ενώ η μεταγενέστερη ηλικία της εμμηνόπαυσης συσχετίζεται με τη μακροζωία.
Οι ρευματικές παθήσεις περιλαμβάνουν ασθένειες μεταξύ των οποίων, κατατάσσονται και τα Αυτοάνοσα Νοσήματα καθώς και η συχνή, σχεδόν πανταχού παρούσα, οστεοαρθρίτιδα.
Αυτές οι ασθένειες είναι γενικά πιο συχνές στις γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες.
Υπάρχουν εκτεταμένα στοιχεία που περιγράφουν τη σχέση ορισμένων νοσημάτων με την εμμηνοπαυσιακή κατάσταση, ενώ τα στοιχεία είναι ελάχιστα για άλλες ρευματικές παθήσεις.
Η σχέση της εμμηνόπαυσης με αρκετά από αυτά τα νοσήματα αποδεικνύεται αμφίδρομη.

Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος (ΣΕΛ)
Ο ΣΕΛ είναι μία πρωτότυπη συστηματική φλεγμονώδης ρευματική νόσος. Υπάρχει ένα ευρύ φάσμα ορολογικών και κλινικών εκδηλώσεων που αποδίδονται στον ΣΕΛ με σχεδόν κάθε ασθενή να έχει μια μοναδική πορεία της νόσου. Η ασθένεια επηρεάζει τις γυναίκες περίπου 10
φορές πιο συχνά από τους άνδρες με έναρξη τυπικά στην τρίτη ή τέταρτη δεκαετία της ζωής.

Παρά τη συνήθη έναρξη του ΣΕΛ, πολύ πριν από τη μέση ηλικία της εμμηνόπαυσης, υπάρχει πληθώρα δεδομένων σχετικά με την εμμηνόπαυση και τον ΣΕΛ, με πολλαπλές πτυχές αυτής της σχέσης που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Μεταξύ αυτών είναι η ηλικία έναρξης της
εμμηνόπαυσης αποτελεί παράγοντα κινδύνου για ΣΕΛ – ενώ η έναρξη της εμμηνόπαυσης μεταβάλλει την πορεία, τη σοβαρότητα της νόσου ή τις επιπλοκές της, συμπεριλαμβανομένης της επιταχυνόμενης καρδιαγγειακής νόσου.
Η ορμονική θεραπεία για την εμμηνόπαυση μπορεί επίσης να αλληλεπιδράσει με τη νόσο.
Η νόσος με έναρξη μετά την εμμηνόπαυση, αν και ασυνήθιστη, μπορεί να είναι μια ξεχωριστή οντότητα σε σύγκριση με την προεμμηνοπαυσιακή έναρξη. Τέλος, η κυτταροτοξική θεραπεία του ΣΕΛ μπορεί να προκαλέσει ιατρογενή και πρώιμη εμμηνόπαυση.

Ρευματοειδής αρθρίτιδα
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα επηρεάζει περίπου το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού με αναλογία γυναικών προς άντρες έως και 6 προς 1 στους νεαρούς ενήλικες. Η έναρξη της νόσου είναι συνήθως στα μετεμμηνοπαυσιακά χρόνια.
Παρόμοια με τον ΣΕΛ και την ΟΑ, υπάρχουν πολλές πτυχές της νόσου που πιθανώς σχετίζονται με την εμμηνόπαυση.

Οστεοαρθρίτιδα
Η οστεοαρθρίτιδα (ΟΑ) είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
Οι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν τον υψηλό Δείκτη Μάζας Σώματος και την μεγαλύτερη ηλικία.

Οι υποδοχείς οιστρογόνων υπάρχουν στους ιστούς των αρθρώσεων και στην εμμηνόπαυση μειώνονται σημαντικά και εξαφανίζονται.
Τα οιστρογόνα έχουν χονδροπροστατευτικούς ρόλους εν μέρει λόγω της σύνθεσης γλυκοζαμινογλυκάνης, η οποία είναι σημαντικό μέρος του συνδετικού ιστού. Έτσι τα
οιστρογόνα μειώνουν τη βλάβη του χόνδρου.
Απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για να διευκρινιστεί ο ρόλος των οιστρογόνων μετά την εμμηνόπαυση στον μετριασμό της ΟΑ.

Σκληρόδερμα
Η συστηματική σκληροδερμία (SSc) είναι μια διαταραχή που χαρακτηρίζεται από αγγειακή βλάβη, υπερπαραγωγή κολλαγόνου και απόθεσης και άλλων συστατικών του κολλαγόνου στο δέρμα και στα εσωτερικά όργανα. Τα οιστρογόνα επίσης έχουν προστατευτικό ρόλο στο
αρτηριακό ενδοθήλιο. Η εμμηνόπαυση έχει επιπτώσεις στην πάχυνση του δέρματος, ιδιαίτερα σε ασθενείς με διάχυτο SSc. Η οστεοπόρωση είναι συχνή σε πολλές ρευματικές παθήσεις και η εμμηνόπαυση αυξάνει τον κίνδυνο οστεοπόρωσης καθώς και κατάγματος ευθραυστότητας.

Συμπερασματικά
Η εμμηνόπαυση αλληλεπιδρά με ορισμένες ρευματικές νόσους με διάφορους τρόπους.
Η εμμηνόπαυση και η αντιμετώπισή της μπορεί να επηρεάσουν τα ρευματικά νοσήματα αλλά και οι ρευματικές παθήσεις μπορεί να επηρεάσουν την εμμηνόπαυση.

Ελένη Κομνηνού
Ειδική Ρευματολόγος, Clinical Assistant Professor of University of Nicosia, Επιστημονικά Υπεύθυνη Ρευματολογικού Τμήματος Metropolitan General, Διευθύντρια Κλινικής “Αυτοάνοσων Ρευματικών Νοσημάτων" Metropolitan General, Υπεύθυνη Τμήματος “Αυτοάνοσων Ρευματικών Νοσημάτων και Κύησης" ΜΗΤΕΡΑ