Νέλλυ Σπαθάρη: “Στη φύση του ανθρώπου δεν ταιριάζει η τελειότητα”

Το Νησί και ο Πέρα Κόσμος: Ένα δυστοπικό μυθιστόρημα… Πώς φτάσατε στη συγγραφή του; Ας πιάσουμε το νήμα από την αρχή! Από την έμπνευση, την ιδέα μέχρι την υλοποίηση…

Θα μπορούσα να αναφέρω κάποιες από τις σπίθες που γέννησαν Το Νησί και τον Πέρα Κόσμο, σπίθες πολύ διαφορετικές αναμεταξύ τους. Γιατί η έμπνευση είναι μια μη ερμηνεύσιμη διαδικασία του νου. Από καιρό σχεδίαζα να γράψω μια δυστοπία, καθώς τα δυστοπικά μυθιστορήματα με φιλοσοφικό και κοινωνικό υπόβαθρο μου κινούν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον.
Έτυχε να διαβάσω μια ανάλυση του έργου του Τζέιμς Τζόυς, «οι Δουβλινέζοι», και συγκεκριμένα του τελευταίου διηγήματος του έργου με τον τίτλο «Ο νεκρός». Μάλιστα, το τελευταίο αυτό διήγημα έχει γυριστεί και σε κινηματογραφική ταινία από τον Τζον Χιούστον το 1987, στην τελευταία σκηνή της οποίας, σε συνδυασμό με τη μουσική υπόκρουση, όταν την παρακολούθησα, λύγισα. Στο διήγημα αυτό εξελίσσεται ένα γεύμα, το οποίο συνοδεύεται από την εσωτερική φωνή του αφηγητή. Και όταν ολοκληρώνεται το γεύμα, βγαίνουν από το σπίτι οι συνδαιτυμόνες όπου το σιωπηλό χιόνι σκεπάζει τα πάντα.

Διάβαζα, λοιπόν, ότι στη συγκεκριμένη σκηνή του γεύματος, όπως και σε πολλές άλλες λογοτεχνικές αναφορές, το γεύμα συμβολίζει ένα είδος μετάληψης, ενώ το χιόνι σηματοδοτεί τον θάνατο. Και όλοι οι συνδαιτυμόνες που συμμετέχουν στο γεύμα είναι εν δυνάμει νεκροί.
Εκείνες τις ημέρες που μελετούσα την ανάλυση του συγκεκριμένου έργου, μου συνέβη ένα παράξενο γεγονός. Συγκεκριμένα, έχοντας μια δύσκολη σχέση με τη μητέρα μου -σχέση η οποία γέννησε το μυθιστόρημά μου Amor fati (ψυχολογικός όρος του φιλόσοφου Φρίντριχ Νίτσε)- κάποιες στιγμές της νεανικής μου ηλικίας, και ιδιαίτερα εκείνες που θα καθόριζαν τις
επαγγελματικές μου επιλογές, ένιωσα ένα αόρατο στήριγμα της θείας μου, το οποίο δεν είχα την ωριμότητα να συνειδητοποιήσω. Και μετά από πολλές δεκαετίες, όταν πια οι άνθρωποι έχουν φύγει, μια από τις σκέψεις που με κατέτρυχαν ήταν ότι τα έφερε έτσι η ζωή ώστε να μην προφτάσω να την ευχαριστήσω. Μια νύχτα πετάχτηκα από τον ύπνο μου με κομμένη την ανάσα.
Προσπάθησα να φέρω στο μυαλό μου τι ήταν εκείνο που με είχε ταράξει στον ύπνο μου. Με κλειστά τα μάτια, μέσα στο σκοτάδι, αναδύθηκε η μνήμη του
ονείρου: η θεία μου, νεκρή, μου ζητούσε να κοινωνήσω το σώμα και το αίμα της, για να την φέρω πάντα μέσα μου. Ίσως να με είχε επηρεάσει η ανάλυση που είχα διαβάσει των Δουβλινέζων. Άπλωσα το χέρι στο σκοτάδι στο κομοδίνο μου, πήρα το μπλοκάκι και το στιλό που έχω πάντα δίπλα μου και σημείωσα «Περί σαρκοφαγίας», με τη δομή του τίτλου να παραπέμπει στα έργα του Ζοζέ Σαραμάγκου («Περί τυφλότητας», «Περί θανάτου». «Περί
φωτίσεως»), τίτλο που τελικά δεν κράτησα στο βιβλίο μου που ακολούθησε, καθώς διεύρυνα το πεδίο.

Επιπλέον, εκείνο το καλοκαίρι του 2023, κι ενώ είχα γράψει ένα σημαντικό μέρος της αφήγησης, άρχισα να διαβάζω ένα βιβλίο που είχα από καιρό στη βιβλιοθήκη μου, τον «Άρχοντα των μυγών» του Γουίλιαμ Γκόλντιγκ (Νόμπελ Λογοτεχνίας), το οποίο αναφέρεται σε μια κοινωνία παιδιών που βρίσκονται μόνα τους σε ένα νησί και η κοινωνική συμπεριφορά τους εκτρέπεται σε καταστάσεις που δεν θα πιστεύαμε με το δεδομένο της ηλικίας τους.

Μην με ρωτήσετε πώς όλα αυτά έδεσαν και δημιούργησαν κάτι τελείως διαφορετικό. Αυτό θα πει έμπνευση και δεν είναι ερμηνεύσιμη.

Ποια ερωτήματα θέτει το μυθιστόρημα στον αναγνώστη; Για να γίνω πιο ακριβής, εσείς μέσα από το βιβλίο σας τι θα θέλατε να σκεφτεί/αναρωτηθεί;

Πρόκειται για μια δύσκολη απάντηση γιατί δεν είναι μονοσήμαντη, όπως δεν είναι μονοσήμαντη η έμπνευση από την οποία προέκυψαν όλες οι συγγραφικές μου δοκιμές. Και τούτο διότι άφησα πίσω το επιστημονικό και εκπαιδευτικό συγγραφικό μου έργο και στράφηκα στη λογοτεχνία σε μια εποχή ωριμότητας, όταν οι σκέψεις για τα άτομα και τις κοινωνίες σε κατατρύχουν. Και, για μένα, η λογοτεχνία δεν απαντάει σε ερωτήματα, δεν περιγράφει, δεν αποτελεί απλή πλοκή γεγονότων, αλλά πίσω από το πλέγμα της πλοκής θέτει ερωτήματα, καταβυθίζεται σε σκέψεις που προκύπτουν από την εμπειρία της ζωής.
Το ένα και βασικό ερώτημα του βιβλίου με τα υποερωτήματά του είναι το εξής: Υπάρχουν ιδανικές κοινωνίες; Μπορεί να σχεδιαστεί μια ιδανική κοινωνία; Από ποιον; Επιβάλλεται εκ των άνω ή αυτοί που θέλουν να την βιώσουν συμμετέχουν από κοινού στον σχεδιασμό της; Τα μονοπάτια που επιλέγουμε στη ζωή μας αποτελούν προϊόν συνειδητής επιλογής; Ο κάθε αναγνώστης θα μπορούσε να θέσει πλήθος επιπλέον ερωτημάτων.

Υπάρχουν μηνύματα που θέλετε να περάσετε;
Όπως έχει διερευνήσει αναλυτικά η φιλοσοφία και η κοινωνιολογία, οι ουτοπίες είναι επικίνδυνες γιατί προβάλλουν μια επίπλαστη τελειότητα πάνω σε ένα ατελές είδος. Γιατί στη φύση του ανθρώπου δεν ταιριάζει η τελειότητα. Γιατί το ενορχηστρωμένο κοινωνικό σύστημα που βιώνουν οι κάτοικοι του Νησιού είναι κατασκευή αποστασιοποιημένη από την πραγματική φύση του ανθρώπου, κοιτάζει το σύστημα και όχι τον άνθρωπο. Γι’ αυτό, όλες οι
ουτοπίες είναι καταδικασμένες να εξελιχθούν σε δυστοπίες. Και γιατί πέρα από το ατελές του ανθρώπου, ενυπάρχει στη φύση του η ανάγκη για αυτονομία, ατομική ελευθερία και επιλογή.

Μια φράση από το μυθιστόρημα που ανακαλείτε συχνά; Μια εικόνα που γυρίζει στο μυαλό σας;
Η μνήμη… Για άλλη μια φορά άρχισε να τον βασανίζει η μνήμη. Τελικά, η λήθη είναι η πιο μεγάλη αρετή… Κι όμως, δεν μπορείς να διατάξεις: «Ξέχνα!» Ξαναξάπλωσε στο στρώμα του μα δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Η μνήμη. Η λήθη. Η μνήμη. Η λήθη. Μόνο μνήμη. Μόνο εικόνες. Όσο διέταζε τον εαυτό του να ξεχάσει, τόσο συνειδητοποιούσε πως δεν υπήρχε λήθη. Η λήθη είναι ένα ψέμα, μια απάτη του μυαλού. Δεν είναι μια γόμα, είναι μια κουρτίνα.
Τίποτα δεν σβήνεται οριστικά. Κρύβεται ηθελημένα ή αθέλητα. Συνειδητά ή ασυνείδητα. Και μια μέρα η μνήμη ξεπηδάει και πάλι. Γιατί χειρότερη από τον θάνατο είναι η απώλεια της μνήμης. Μόνο που η μνήμη είναι υποκειμενική.
Θυμάσαι αυτό που θέλεις να θυμηθείς…