Σχέση Aυτοανοσίας και Φλεγμονής με τον κίνδυνο Kαρδιαγγειακών παθήσεων στη Ρευματοειδή αρθρίτιδα

Οι ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα (ΡΑ) έχουν 50% αυξημένο κίνδυνο νοσηρότητας και θνησιμότητας σχετιζόμενης με το καρδιαγγειακό (CV).

Αυτός ο υπερβολικός κίνδυνος CV συνδέεται στενά με τη σοβαρότητα της νόσου Ρ.A. και τη χρόνια φλεγμονή, και δυστυχώς υποτιμάται σε μεγάλο βαθμό.

Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι ασθενείς με ΡΑ είναι πιο πιθανό να έχουν σιωπηλή ισχαιμική καρδιοπάθεια, να αναπτύξουν καρδιακή ανεπάρκεια και
να βιώσουν αιφνίδιο θάνατο σε σύγκριση με τον κοινό πληθυσμό.

Η χρόνια συστηματική φλεγμονή που παρατηρείται στην Ρ.Α., που περιλαμβάνει τόσο το έμφυτο όσο και το προσαρμοστικό ανοσοποιητικό σύστημα, ασκεί άμεσες και έμμεσες επιδράσεις στα αγγεία και στο μυοκάρδιο και οδηγεί σε αύξηση στην παραγωγή των
προφλεγμονωδών κυτοκινών , στα κυκλοφορούντα αυτοαντισώματα και σε συγκεκριμένα υποσύνολα Τ κυττάρων, πιστεύεται ότι οδηγούν σε αυτά τα αποτελέσματα – προάγοντας το σχηματισμό αθηρωματικής πλάκας και την καρδιακή προσβολή.

Φλεγμονή και Αθηροσκληρωτική Επιβάρυνση
Η αθηροσκλήρωση είναι μια φλεγμονώδης διαδικασία, που αντανακλάται απευθείας στην αθηρωματική πλάκα με την παρουσία διεισδυτικών μακροφάγων και Τ κυττάρων και συστηματικά, από ήπια αυξημένα επίπεδα φλεγμονωδών κυτοκινών όπως ο παράγοντας νέκρωσης όγκου (TNF), οι ιντερλευκίνες-1 και -6 (IL-1, IL-6), και μεταλλοπρωτεάσες (MMPs). Διάφορες επιδημιολογικές μελέτες στον γενικό πληθυσμό έχουν συσχετίσει υψηλά
επίπεδα MMPs, αντιδρώντων οξείας φάσης και φλεγμονωδών κυτοκινών με αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακά συμβάματα.
Η ήπια αύξηση στην C-αντιδρώσα πρωτεΐνη οξείας φάσης (CRP) είναι ένας ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο, ιδιαίτερα για έμφραγμα του μυοκαρδίου, πιθανώς μέσω της προαγωγής της ρήξης της πλάκας. Στη ΡΑ, τα επίπεδα υψηλής ευαισθησίας (CRP ≥ 5 mg/dl προβλέπουν- ανεξάρτητα τη θνησιμότητα – που σχετίζεται με καρδιαγγειακή νόσο.
Ο κίνδυνος για έμφραγμα του μυοκαρδίου (ΕΜ), όταν προσαρμόζεται με τους παραδοσιακούς παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου, αυξάνεται κατά δύο
φορές στην Ρ.Α. σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μάρτυρες. Παρόμοιες τάσεις έχουν εντοπιστεί σε σχέση με τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια και τη φλεβική θρομβοεμβολή, το καθένα με περίπου διπλάσιο κίνδυνο στη ΡΑ – σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό.

Οι τρέχουσες κατευθυντήριες οδηγίες του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου κατά των Ρευματισμών (EULAR) αναφέρουν ότι οι ρευματολόγοι είναι υπεύθυνοι για την αξιολόγηση και
τον συντονισμό της διαχείρισης του κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου (CVD) σε ασθενείς με ΡΑ, ωστόσο ο βέλτιστος τρόπος για να γίνει αυτό παραμένει ασαφής.
Οι κατευθυντήριες γραμμές εστιάζουν στον έλεγχο της δραστηριότητας της νόσου για τον μετριασμό του υπερβολικού κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου, και παρέχουν έναν ακριβή αλγόριθμο για την επιλογή θεραπείας.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ

Οι ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα έχουν αυξημένο κίνδυνο νοσηρότητας και θνησιμότητας σχετιζόμενης με το καρδιαγγειακό. Τόσο οι παραδοσιακοί παράγοντες
κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου όσο και τα ειδικά χαρακτηριστικά της ΡΑ συμβάλλουν στον υπερβολικό καρδιαγγειακό θάνατο..
Η ΡΑ είναι ένας ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο και η στενή συσχέτιση με τη δραστηριότητα της νόσου έχει αποδειχθεί σε πολλές μελέτες.
Προφλεγμονώδη μόρια όπως ΤΚΕ και CRP, κυτοκίνες όπως TNF και IL-6, αυτοαντισώματα και κυκλοφορούντα υποσύνολα Τ κυττάρων, πιστεύεται ότι διαδραματίζουν καθοριστικό πόλο στον σχηματισμού της αθηρωματικής πλάκας και της καρδιακής προσβολής.

Ελένη Κομνηνού
Ειδική Ρευματολόγος, Clinical Assistant Professor of University of Nicosia, Επιστημονικά Υπεύθυνη Ρευματολογικού Τμήματος Metropolitan General, Διευθύντρια Κλινικής “Αυτοάνοσων Ρευματικών Νοσημάτων" Metropolitan General, Υπεύθυνη Τμήματος “Αυτοάνοσων Ρευματικών Νοσημάτων και Κύησης" ΜΗΤΕΡΑ