Καλημέρα SayYesser!!!
Υπάρχει μια περίεργη μαγεία στο να γυρίζεις στο χωριό. Μια μαγεία που δεν εξηγείται με λογική, γιατί — τι σχέση έχω εγώ, ο άνθρωπος της πόλης, ο γεννημένος και μεγαλωμένος στην Αθήνα, με έναν τόπο που δεν έζησα ποτέ πραγματικά; Κι όμως… κάθε φορά που φτάνω εκεί, νιώθω σαν να ξεκουμπώνω έναν αόρατο θώρακα που φοράω όλο τον χρόνο.
Είναι σαν να αλλάζει ο αέρας, ο παλμός, ο ρυθμός μου.
Σαν να κάνει το σώμα μου restart χωρίς να του το ζητήσω.
Σαν να με ξανασυναντάω, μετά από μήνες που μιλούσα μόνο με τις εκκρεμότητες μου.
Στο χωριό γελάω αλλιώς.
Γελάω με την καρδιά μου και όχι μηχανικά.
Και κάτι μέσα μου — ένα κομμάτι που ξεχνάω στην Αθήνα — ηρεμεί, λειαίνει, απλώνεται σαν το νερό που βρίσκει επιτέλους χώρο.
Δεν έχει επιστροφή στο χωριό χωρίς εκείνη την αίσθηση ότι γίνεσαι λίγο πιο άνθρωπος.
Πιο απλός, πιο αληθινός, πιο γήινος.
Χωρίς υπερβολές, χωρίς άγχος να προλάβεις, χωρίς την ανάγκη να εξηγήσεις σε κανέναν ποιος είσαι και τι κάνεις.
Γιατί εκεί — χωρίς να το επιδιώκεις — θυμάσαι ότι η ζωή δεν είναι μόνο δρόμοι, φανάρια, emails και τρέξιμο. Είναι οι μυρωδιές, οι άνθρωποι, οι κουβέντες που ξεκινούν με το «τι κάνεις μωρέ;», οι παύσεις που κρατάνε όσο θες, τα βράδια που περνούν με γέλια και πειράγματα χωρίς να σε νοιάζουν οι ειδοποίησεις στο κινητό.
Και το πιο περίεργο;
Δεν χρειάζεται να έχεις μεγαλώσει εκεί για να το νιώσεις.
Αρκεί να έχεις αφήσει στην πόλη μια εκδοχή σου που κουράστηκε — και να τη βρίσκεις πάλι, ολόκληρη, όταν φτάνεις στο χωριό.
Γι’ αυτό δεν τις αλλάζουμε -οικογενιακώς, με τίποτα αυτές τις μέρες.
Γιατί είναι οι μόνες μέρες που η ψυχή βγαίνει από το κουκούλι της και ανασαίνει αληθινά.
Κι αν κάτι μας διδάσκουν αυτές οι μικρές αποδράσεις, είναι αυτό: η χαρά βρίσκεται στα απλά!
Tip of the Day: Αυτό το ταξίδι στην Ανέζα, εκτός από την ανυπομονησία να ξαναγυρίσω, μου άφησε και καινούριες λέξεις παρακαταθήκη.
Γιατί, εντάξει, τα βασικά τα έχω μάθει πια — σκλί, πλί, απέκια — αυτά είναι “παιχνιδάκι”.
Αυτή τη φορά όμως η γλώσσα του τόπου ξεδιπλώθηκε λίγο ακόμα και μου αποκάλυψε νέους μικρούς θησαυρούς.
Έμαθα για το μισάλι, το λερωμένο ποτηρόπανο που ακούγεται σχεδόν ποιητικό όσο κι αν είναι… πρακτικό.
Για το γκριτζέλι, το ασβοκούναβο, που αν δεν σου το εξηγήσουν, νομίζεις ότι είναι μυθολογικό πλάσμα.
Για το «μπρατσάλα τη φέξη» — “σβήσε το φως”, μα με τρόπο που μοιάζει περισσότερο με ξόρκι παρά με οδηγία.
Και φυσικά, για το ότι «τα παιδούρια ξετσαγλιάστηκαν» — δηλαδή ότι τα παιδιά αγκαλιάζονται και φιλιούνται με τέτοιο πάθος, λες και θα ξεριζωθεί η γλώσσα μέσα από το στόμα.
Μικρές λέξεις, μικρές χαρές, μικρά κομμάτια ενός τόπου που μπαίνουν μέσα σου και σου αλλάζουν το άκουσμα της ημέρας.
Αυτό είναι η ντοπιολαλιά: η πιο όμορφη μορφή αναμνηστικού — μια γλώσσα που παίρνεις μαζί σου, και κάθε φορά που τη λες, νιώθεις ότι γυρνάς λίγο πίσω εκεί.
Άννα, Αγγελική, Ξένια, Βάσω, Ολυμπία… ξέρετε εσείς! ♥









































