ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑ – πόσο συμβάλλει η παρουσία ΑΥΤΟΑΝΟΣΙΑΣ

Ως Υπογονιμότητα ορίζεται η αδυναμία σύλληψης και τεκνοποίησης ενός ζευγαριού μετά από τουλάχιστον ένα έτος τακτικών σεξουαλικών επαφών χωρίς την χρήση αντισύλληψης.

Αποτελεί πλέον ένα συνηθισμένο πρόβλημα των νέων ζευγαριών, προκαλώντας όμως μεγάλο στρες και άγχος στα ζευγάρια που το βιώνουν.

Παρότι, η συχνότητα εμφάνισης της Υπογονιμότητας ποικίλλει από χώρα σε χώρα για διάφορους λόγους εντούτοις, είναι αρκετά υψηλή. Σε παγκόσμιο επίπεδο επηρεάζει το 7-8% των ζευγαριών ενώ στην Ευρώπη υπολογίζεται ότι ανέρχεται στα 14%. Η αύξηση του φαινομένου της Υπογονιμότητας είναι αποτέλεσμα πολλών διαφορετικών παραγόντων.

Διευρεύνηση και διάγνωση

Πότε ένα ζευγάρι θεωρείται υπογόνιμο:
• Όταν δεν έχει επιτευχθεί εγκυμοσύνη μετά από 1 χρόνο τακτικής σεξουαλικής επαφής χωρίς αντισυλληπτικά.
• Όταν η γυναίκα είναι άνω των 35 ετών και δεν έχει επιτευχθεί εγκυμοσύνη μετά από 1 χρόνο προσπάθειας.
• Όταν υπάρχει ακανόνιστος εμμηνορροϊκός κύκλος στη γυναίκα.
• Όταν είναι γνωστός κάποιος παράγοντας υπογονιμότητας σε κάποιο από τα δύο μέλη του ζευγαριού.

Σκοπός της διερεύνησης:
• Να προσδιοριστεί αν το ζευγάρι είναι όντως υπογόνιμο και ποιος είναι ο πιθανός λόγος.
• Να γίνει μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση της αναπαραγωγικής υγείας.

Τι είναι η αυτοανοσία;
Αυτοανοσία σημαίνει παρουσία αντισωμάτων και Τ-λεμφοκυττάρων, που κατευθύνονται έναντι των φυσιολογικών συστατικών ενός ατόμου (αυτοαντιγόνα).

Η αυτοανοσία είναι δυνατόν να υπάρχει σε όλα τα άτομα, ακόμη και σε φυσιολογική κατάσταση υγείας και εμπλέκεται σε όλα τα στάδια της αναπαραγωγής:
• Υπογονιμότητα
• Επιπλοκές της κύησης (αποβολές, ενδομήτριος θάνατος εμβρύου, υπέρταση – προεκλαμψία, τοκετό νεκρού εμβρύου)
• Αποτυχίες στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή Την τελευταία δεκαετία, βέβαια, έχουν γίνει σημαντικές βελτιώσεις και κρίσιμα επιτεύγματα στον τομέα της Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής.

Ποιες είναι οι ενδείξεις αυτοανοσίας;
Η αυτοανοσία μπορεί να οδηγήσει σε αποτυχία αναπαραγωγής, σε διαφορετικά στάδια της αναπαραγωγικής διαδικασίας, ανάλογα με την ποιότητα και ενδεχομένως την ποσότητα της μη φυσιολογικής αυτοάνοσης απόκρισης.

Η αυτοάνοση νόσος μπορεί να μειώσει τα ποσοστά επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης.

Στο πρόσφατο παρελθόν μια γυναίκα, με διαγνωσμένο αυτοάνοσο νόσημα, αποτρέπονταν από το να μείνει έγκυος ή να υποβληθεί σε διαδικασία εξωσωματικής γονιμοποίησης, καθώς οι κίνδυνοι για την ίδια και το μωρό της ήταν δύσκολο να αντιμετωπιστούν.

Σύμφωνα με την European Society of Human Reproduction and Embryology (ESHRE) το 2018, το 1020% των περιπτώσεων υπογονιμότητας χαρακτηρίστηκαν ως ανεξήγητα ή ιδιοπαθή περιστατικά (unexplained or idiopathic cases). Τα περισσότερα από αυτά τα ζευγάρια υποφέρουν από την επαναλαμβανόμενη αποτυχία εμφύτευσης (RIF).

Παρά την αξιοσημείωτη εξέλιξη της τεχνολογίας στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή (Assisted Reproductive Technology), εξακολουθεί να υπάρχει σημαντικό ποσοστό αποτυχημένων προσπαθειών για την εξωσωματική γονιμοποίηση.

Οι ασθενείς παρουσιάζονται είτε με γνωστή αυτοάνοση πάθηση και δυσκολία σύλληψης, ή με την πάντα αινιγματική διάγνωση “ανεξήγητης στειρότητας”.

Ποια αυτοάνοσα νοσήματα επηρεάζουν τη γονιμότητα;
Τα αυτοάνοσα νοσήματα που επηρεάζουν τη γονιμότητα είναι, μεταξύ άλλων:

• Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος
Ο Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος (ΣΕΛ) είναι μια χρόνια αυτοάνοση πολυσυστηματική ασθένεια με ένα ετερογενές πρότυπο κλινικών και ορολογικών εκδηλώσεων και ευθύνεται για περίπου 1% των υπογόνιμων ασθενών. Η πορεία του ΣΕΛ είναι μεταβλητή, με υποτροπιάζοντα επεισόδια ύφεσης και επιδείνωσης. Η προτίμηση για τις γυναίκες, ιδίως σε αναπαραγωγική ηλικία, σε συνδυασμό με τη βελτίωση της επιβίωσης, έχει οδηγήσει σε αύξηση του αριθμού των γυναικών με ΣΕΛ εγκυμοσύνη.
• Αντιφωσφολιπιδαιμικό Σύνδρομο
• Ρευματοειδής Αρθρίτις
• Αγκυλωτική Σπονδυλαρθρίτις
• Σύνδρομο Raynaud
• Sjogren’s syndrome κ.ά.

Συμπερασματικά
Η παρουσία Αυτοάνοσων διαταραχών συσχετίζεται με Υπογονιμότητα μέσω της ενεργότητας της νόσου και της φαρμακευτικής αγωγής.

Η αναπαραγωγική αποτυχία μπορεί να είναι η πρώτη εκδήλωση αυτοάνοσων διαταραχών. Απαιτείται προσεκτική παρακολούθηση της κατάστασης της γονιμότητας, διερεύνηση των αιτίων ενεργότητας αυτοάνοσων ρευματικών νοσημάτων και της φαρμακευτικής αγωγής.

Γυναίκες με ενεργό αυτοάνοση νόσο θα πρέπει να αναβάλουν τη σύλληψη, είτε φυσική είτε υποβοηθούμενη, μέχρι την επίτευξη πλήρους ύφεσης και σταθεροποίησης της αυτοάνοσης νόσου για τουλάχιστον 3-6 μήνες.

Για τις νέες γυναίκες που πρόκειται να λάβουν γοναδοτοξικά φάρμακα για αυτοάνοσες ασθένειες, η κρυοσυντήρηση των ωοκυττάρων ή των εμβρύων είναι η μόνη κλινικά αποδεκτή μέθοδος.

Αυτοανοσία χωρίς εμφανή νόσο (υποκλινική αυτοανοσία) μπορεί να διαδραματίσει κάποιο ρόλο στην αποτυχία εμφύτευσης στην IVF-ET.

Ελένη Κομνηνού
Ειδική Ρευματολόγος, Clinical Assistant Professor of University of Nicosia, Επιστημονικά Υπεύθυνη Ρευματολογικού Τμήματος Metropolitan General, Διευθύντρια Κλινικής “Αυτοάνοσων Ρευματικών Νοσημάτων" Metropolitan General, Υπεύθυνη Τμήματος “Αυτοάνοσων Ρευματικών Νοσημάτων και Κύησης" ΜΗΤΕΡΑ