Τα αποτελέσματα μιας νέας έρευνας πάνω στις Διαπολιτισμικές Τάσεις στην Ευρω-Μεσογειακή περιοχή, που διενεργήθηκε από το Ίδρυμα Anna Lindh, αποκαλύπτουν ότι υπάρχει κοινή αντίληψη για την περιοχή της Μεσογείου, που χαρακτηρίζεται κυρίως από τη φιλοξενία και τον τρόπο ζωής.
Ωστόσο, χώρες της νότιας και ανατολικής Μεσογείου (SEM) βλέπουν το μεταναστευτικό διαφορετικά σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, με περισσότερες από τις μισές να συνδέουν την περιοχή αυτή με θέματα μετανάστευσης, σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές χώρες, όπου αυτό ισχύει για μόλις τέσσερις στους δέκα ερωτηθέντες.
Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε από το Ίδρυμα Anna Lindh και συμπεριέλαβε όλες τις Ευρω-Μεσογειακές χώρες, διερευνά τις κρίσιμες πτυχές της ζωής, καθώς και τις βασικές ομοιότητες και διαφορές που εντοπίζουν οι άνθρωποι στην περιοχή αυτή, σε σχέση με εκείνους από άλλες χώρες και που έχουν διαφορετικό πολιτισμό και υπόβαθρο.
Μεταξύ των κύριων ευρημάτων, η συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων και στις δύο πλευρές της Μεσογείου ανέφερε ότι τα προγράμματα για νέους είναι τα πιο αποτελεσματικά για την προώθηση της συνοχής, με ποσοστό 64% για τους ερωτηθέντες από ευρωπαϊκές χώρες και 62% για εκείνους στις χώρες της νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Σημαντικές διαπιστώσεις
-Το 63% των Ελλήνων πιστεύει ότι τα σχολεία παίζουν σημαντικό ρόλο και είναι «πολύ αποτελεσματικά» στην κατανόηση της πολιτιστικής πολυμορφίας και του συγκερασμού διαφορετικών πολιτισμών από τους μαθητές. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη φτάνει το 73% και στις χώρες της νοτιοανατολικής Μεσογείου το 72%.
– Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων από την νοτιοανατολική Μεσόγειο, σε ποσοστό 70%, αναφέρει ότι η ενίσχυση της διαπολιτισμικής συνεργασίας μπορεί να αποφέρει οφέλη μεγαλύτερης περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, ενώ μόλις το 41% των Ευρωπαίων αναγνωρίζει τα οφέλη αυτά.
Η Αυτού Μεγαλειότης Πριγκίπισσα Rym Ali, Πρόεδρος του Ιδρύματος Anna Lindh δήλωσε: «Τα αποτελέσματα που προκύπτουν από μια τόσο σημαντική μελέτη είναι εξαιρετικά πολύτιμα.
Αποτελούν μια σταθερά για να αναλύσουμε το πού βρισκόμαστε αναφορικά με τον πραγματικό διάλογο, τις δυνατότητες και τα εμπόδια αυτού. Τα αποτελέσματα της έρευνας μας προσφέρουν αντικειμενικά δεδομένα, στα οποία μπορούμε να βασιστούμε, αντί να καταλήγουμε σε
συμπεράσματα βασισμένοι σε αντιλήψεις ή αβάσιμες πεποιθήσεις, ειδικά σε μια εποχή που οι τάσεις των “social media” διαχέονται μέσω αυτοματοποιημένων bots και η αλήθεια πολλές φορές μπαίνει σε δεύτερη μοίρα».