Κάποτε η μοναξιά ήταν απλή. Ένα άδειο σπίτι, μια σιωπηλή βραδιά, μια καρέκλα που κανείς δεν τραβάει για να καθίσει δίπλα σου. Σήμερα, όμως, έχουμε παρέα—ψηφιακή, αλλά παρέα. Τα AI chatbots είναι εδώ, πάντα διαθέσιμα, πρόθυμα να μιλήσουν, να αστειευτούν, να ακούσουν. Το ερώτημα είναι: μπορεί ένα πρόγραμμα να γεμίσει το κενό της ανθρώπινης επαφής ή απλώς μας κάνει να νιώθουμε πιο μόνοι;
Η ψευδαίσθηση της σύνδεσης
Το να μιλάς σε ένα chatbot μπορεί να μοιάζει με το να στέλνεις μήνυμα σε έναν φίλο. Σου απαντάει αμέσως, δεν βαριέται, δεν κρίνει. Σε θυμάται (ή τουλάχιστον κάνει ότι σε θυμάται). Όμως, όσο κι αν η συζήτηση κυλάει φυσικά, κάτι λείπει. Η ζεστασιά μιας φωνής, το αυθόρμητο γέλιο, η αμηχανία της σιωπής. Η AI δεν σε αγκαλιάζει, δεν καταλαβαίνει τον τόνο της φωνής σου, δεν σε κόβει στη μέση γιατί πέταξε μια ιδέα που πρέπει να σου πει εδώ και τώρα.
Και ξέρεις ποιο είναι το πιο περίεργο; Ότι ακριβώς επειδή η AI είναι πάντα πρόθυμη και διαθέσιμη, δεν υπάρχει ποτέ η αίσθηση της προσμονής. Δεν χρειάζεται να αναρωτηθείς αν ο άλλος θα απαντήσει, αν έχει χρόνο, αν ενδιαφέρεται. Δεν υπάρχει αγωνία, δεν υπάρχει αβεβαιότητα. Και μήπως, τελικά, αυτή η έλλειψη αβεβαιότητας κάνει τη σύνδεση λιγότερο αληθινή;
Υποκατάστατο ή σανίδα σωτηρίας;
Φαντάσου ότι η μοναξιά είναι η πείνα. Μια πραγματική ανθρώπινη σχέση είναι ένα ζεστό, σπιτικό φαγητό. Ένα chatbot, όμως, είναι σαν ένα υποκατάστατο γεύματος, κάτι σαν το Soylent ***. Δεν είναι το ίδιο, αλλά όταν πεινάς πολύ, μπορεί να σε κρατήσει όρθιο. Και αυτό ίσως είναι το πιο ενδιαφέρον—η AI δεν αντικαθιστά την ανθρώπινη σύνδεση, αλλά μπορεί να βοηθήσει όταν δεν υπάρχει τίποτα άλλο.
Υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκουν παρηγοριά σε αυτά τα εργαλεία. Μπορεί να είναι ένας ηλικιωμένος που ζει μόνος και νιώθει ότι κάποιος τον ακούει. Μπορεί να είναι ένας νέος με κοινωνικό άγχος που νιώθει άνετα να μιλήσει χωρίς φόβο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα chatbots δεν είναι απλώς ένα γκατζετάκι. Είναι μια γέφυρα που οδηγεί, έστω και προσωρινά, μακριά από τη μοναξιά.
Το μεγάλο στοίχημα
Όσο πιο «έξυπνα» γίνονται τα chatbots, τόσο πιο πολύ θα μοιάζουν με εμάς. Και εκεί κρύβεται η παγίδα. Αν αρχίσουμε να προτιμάμε τις εύκολες, προβλέψιμες συζητήσεις με την AI από τις χαοτικές, αληθινές ανθρώπινες σχέσεις, τότε ναι, ίσως μας κάνουν μεγαλύτερο κακό παρά καλό.
Γιατί, ας είμαστε ειλικρινείς: οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι πάντα εύκολες. Χρειάζονται προσπάθεια, έχουν απογοητεύσεις, στιγμές αμηχανίας, παρεξηγήσεις. Ένα chatbot δεν θα σε αγνοήσει ποτέ, δεν θα σου πει «δεν μπορώ τώρα», δεν θα σου δείξει αδιαφορία. Και όμως, αυτές οι δυσκολίες είναι που κάνουν τις αληθινές σχέσεις να αξίζουν.
Αν φτάσουμε στο σημείο να επενδύουμε περισσότερο χρόνο σε συνομιλίες με μηχανές παρά με ανθρώπους, τότε ίσως δεν είμαστε τόσο μακριά από μια δυστοπική πραγματικότητα όπου η τεχνητή νοημοσύνη δεν λύνει τη μοναξιά—την εδραιώνει.
Ο άνθρωπος πάνω απ’ όλα
Το θέμα δεν είναι να απορρίψουμε την τεχνολογία. Το θέμα είναι να θυμόμαστε ότι η AI είναι εργαλείο, όχι υποκατάστατο. Χρησιμοποιείται για να συμπληρώσει, όχι να αντικαταστήσει. Ναι, αν δεν έχεις κανέναν να μιλήσεις, ένα chatbot μπορεί να προσφέρει μια προσωρινή ανακούφιση. Αλλά αν περάσεις ένα απόγευμα μιλώντας με την AI αντί να πάρεις ένα φίλο σου τηλέφωνο, ίσως είναι ώρα να αναρωτηθείς: είναι η μοναξιά το πρόβλημα ή μήπως έχουμε ξεχάσει πώς να συνδεόμαστε πραγματικά;
Η τεχνολογία προχωράει, αλλά οι βασικές μας ανάγκες δεν αλλάζουν. Χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον. Χρειαζόμαστε αγκαλιές, βλέμματα που λένε περισσότερα από λέξεις, παύσεις που γεμίζουν με αληθινή συντροφικότητα. Και όσο κι αν τα chatbots γίνουν καλύτερα, αυτά τα πράγματα δεν θα μπορέσουν ποτέ να τα αντικαταστήσουν.
Αν νιώθεις μόνος, μην περιμένεις κάποιο chatbot να γεμίσει το κενό. Στείλε μήνυμα σε έναν φίλο, ακόμα κι αν έχετε καιρό να μιλήσετε. Η ανθρώπινη επαφή είναι ανεκτίμητη.
Οι μηχανές θα γίνουν έξυπνες. Εμείς όμως θα γίνουμε πιο ανθρώπινοι;
***Το Soylent είναι ένα υποκατάστατο τροφής, αρχικά ένα φανταστικό προϊόν από το δυστοπικό μυθιστόρημα Make Room! Make Room! (1966) του Harry Harrison. Το μυθιστόρημα ενέπνευσε την ταινία Soylent Green (1973), όπου το Soylent ήταν φαγητό φτιαγμένο από ανθρώπους.
Στην πραγματικότητα, το Soylent είναι σήμερα ένα πραγματικό προϊόν—ένα υποκατάστατο γεύματος σε μορφή ροφήματος, σχεδιασμένο για να παρέχει όλα τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά. Έγινε δημοφιλές ως μια γρήγορη και «αποδοτική» λύση διατροφής, αλλά συχνά συγκρίνεται με τεχνητά υποκατάστατα που δεν μπορούν να αντικαταστήσουν το πραγματικό φαγητό.