Η κουλτούρα της ακύρωσης έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας. Βλέπουμε πλέον πολύ συχνά άτομα, ομάδες αλλά και επωνυμίες να καλούνται σε… απολογία για πράξεις και συμπεριφορές που θεωρούνται μη αποδεκτές.
Μια νέα μελέτη έρχεται τώρα για να εντοπίσει τους βασικούς παράγοντες της ψυχολογίας της λεγόμενης “κουλτούρας της ακύρωσης”.
Το φαινόμενο της «κουλτούρας ακύρωσης» έχει γίνει ένα… πολλά υποσχόμενο χαρακτηριστικό του διαδικτυακού λόγου. Μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Acta Psychologica διερεύνησε τις ψυχολογικές βάσεις του γιατί μερικοί άνθρωποι είναι πιο διατεθειμένοι να συμμετάσχουν σε ακυρωτικές συμπεριφορές από άλλους. Η μελέτη αποκαλύπτει ότι η αυτο-αντίληψη και οι πολιτικές πεποιθήσεις συσχετίζονται με την κουλτούρα ακύρωσης.
Συλλογική αποδοκιμασία
Η ακύρωση αναφέρεται στο φαινόμενο όπου άτομα ή ομάδες χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να “τιμωρήσουν” εφαρμόζοντας κοινωνικές κυρώσεις εναντίον ενός ατόμου ή μιας επωνυμίας, λόγω παραβάσεων που γίνονται αντιληπτές. Αυτό συχνά περιλαμβάνει δημόσια κριτική που μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στους αποδέκτες της. Είναι μια σύγχρονη μορφή κοινωνικού εξοστρακισμού που αξιοποιεί τη συνδεσιμότητα και την ενισχυτική δύναμη των κοινωνικών δικτύων, επιτρέποντας την ευρεία και ταχεία μετάδοση της συλλογικής αποδοκιμασίας.
Παρά την επικράτηση και τον σημαντικό αντίκτυπό του στον δημόσιο λόγο, τα κίνητρα και οι παράγοντες που οδηγούν τα άτομα να εμπλέκονται στο κάθε cancel δεν είναι εύκολα κατανοητά. Οι συγγραφείς της νέας μελέτης ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα να διερευνήσουν πώς η πολιτική ταυτότητα μπορεί να επηρεάσει την πιθανότητα συμμετοχής τους στην κουλτούρα ακύρωσης. Αυτή η εστίαση πηγάζει από την παρατήρηση ότι οι πολιτικές πεποιθήσεις συχνά διαμορφώνουν ηθικές κρίσεις και κοινωνικές ενέργειες, ειδικά σε περιβάλλοντα υψηλής πόλωσης.
Στη μελέτη συμμετείχαν 459 συμμετέχοντες που κλήθηκαν για να ολοκληρώσουν μια διαδικτυακή έρευνα μέσω του Prolific Academic. Οι συμμετέχοντες απάντησαν σε ερωτήσεις σχεδιασμένες να αντικατοπτρίζουν πόσο ισχυρά επηρέασε η πολιτική τους πεποίθηση την προσωπική τους ταυτότητα και τις καθημερινές τους αλληλεπιδράσεις.
Οι ερευνητές ανέπτυξαν ένα συγκεκριμένο “μέτρο” για να μετρήσουν την τάση ακύρωσης. Το μέτρο χωρίστηκε σε δύο συνιστώσες: αντιδράσεις σε μια παράβαση και συγκεκριμένες συμπεριφορές όπως το “call-out” και το “piling-on”.
Το πρώτο στοιχείο σχεδιάστηκε για να μετρήσει τη γενική ανταπόκριση των συμμετεχόντων σε υποθετικά σενάρια όπου ένα διάσημο πρόσωπο έκανε δηλώσεις αντίθετες με τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Στους συμμετέχοντες παρουσιάστηκαν περιγραφές μιας διασημότητας που είτε ήταν αντίθετη στον γάμο ομοφύλων είτε υποστήριξε τους υποχρεωτικούς εμβολιασμούς, ανάλογα με την πολιτική τάση του συμμετέχοντος.
Οι αντιδράσεις καταγράφηκαν σε μια κλίμακα από «εξαιρετικά απίθανο» έως «εξαιρετικά πιθανό» σχετικά με την προθυμία των συμμετεχόντων να δουν το διάσημο πρόσωπο να αντιμετωπίζει επαγγελματικές επιπτώσεις, όπως η απώλεια ρόλων (αν ήταν ηθοποιός) λόγω των δηλώσεών του. Αυτό είχε στόχο να αποτυπώσει την ένταση και τη φύση των άμεσων αντιδράσεων των συμμετεχόντων σε σενάρια που αγγίζουν τις πολιτικές και ηθικές ευαισθησίες τους.
Το δεύτερο στοιχείο εστίασε πιο άμεσα στις συμπεριφορές που σχετίζονται με την κουλτούρα ακύρωσης: call-out και piling-on. Για το call-out, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να θυμηθούν μια φορά που επέκριναν δημόσια κάποιον και να αξιολογήσουν πόσο σωστό πιστεύουν ότι είναι να επικαλούνται δημόσια πρόσωπα για την κακή τους συμπεριφορά σε μια κλίμακα από «πολύ ακατάλληλη» έως «πολύ κατάλληλη».
Το Piling-on μετρήθηκε ρωτώντας τους συμμετέχοντες σχετικά με την εμπλοκή τους με αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που υπογραμμίζουν την κακή συμπεριφορά των δημοσίων προσώπων. Αυτό περιλάμβανε πόσο συχνά τους αρέσει, σχολιάζουν ή μοιράζονται τέτοιες αναρτήσεις, καθώς και την πιθανότητα αλληλεπίδρασης με αναρτήσεις από αξιοσέβαστα άτομα στο δίκτυό τους που κατακρίνουν άλλους. Αυτά τα στοιχεία συνδυάστηκαν για να σχηματίσουν μια σύνθετη βαθμολογία που αντιπροσωπεύει την τάση κάθε συμμετέχοντα να εμπλέκεται σε συμπεριφορές σχετικές με το cancel.
Οι ερευνητές αναφέρουν ότι τα άτομα με υψηλή κεντρική πολιτική ταυτότητα ήταν πιο πιθανό να εκδηλώσουν ακυρωτικές συμπεριφορές. Αυτό συνδέεται με συγκεκριμένους ψυχολογικούς μηχανισμούς: την κοινωνική επαγρύπνηση και τη σηματοδότηση της αρετής.
Οι “δάσκαλοι” της κοινωνίας
Η κοινωνική επαγρύπνηση, η οποία αναφέρεται στην τάση να διορθώνονται οι άλλοι με βάση τις ηθικές ή ιδεολογικές πεποιθήσεις κάποιου, φάνηκε να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σύμφωνα με την έρευνα. Αυτό δείχνει ότι τα άτομα που βλέπουν τις πολιτικές τους πεποιθήσεις ως κεντρικές για την ταυτότητά τους είναι πιο πιθανό να αισθάνονται την ευθύνη να «εκπαιδεύσουν» ή να διορθώσουν άλλους που θεωρούν ότι είναι ηθικά ή ιδεολογικά παραπλανημένοι.
Για το “μπράβο” της ομάδας
Ακόμη, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όσοι δίνουν μεγάλη βαρύτητα στην πολιτική τους ταυτότητα είναι πιθανό να χρησιμοποιούν δημόσιες καταγγελίες για παραβάσεις ως τρόπο να σηματοδοτήσουν την ηθική τους ορθότητα και την ευθυγράμμιση με τις αξίες της ομάδας τους. Αυτό υποδηλώνει ότι μέρος του κινήτρου πίσω από την ακύρωση μπορεί να καθοδηγείται από την επιθυμία να θεωρηθούν θετικά από ομοϊδεάτες συνομηλίκους.