Απρίλιος 1955. Η Grace Kelly δεν είχε ακόμη στεφθεί πριγκίπισσα του Μονακό, αλλά ήταν ήδη βασίλισσα στις καρδιές των θεατών. Εκεί, σε μια ηλιόλουστη ακτή της Τζαμάικα, γεννήθηκε όχι μόνο μια σειρά αλησμόνητων φωτογραφιών αλλά και μία βαθιά, διαρκής σχέση ανάμεσα στη σταρ και τον φωτογράφο Howell Conant.
Το σκηνικό ήταν απλό: χωρίς makeup artist, χωρίς στιλίστα, χωρίς φτιασίδια. Η Kelly, με βρεγμένα μαλλιά και πρόσωπο γυμνό από μακιγιάζ, αποκάλυπτε για πρώτη φορά μια εκδοχή της πιο αληθινή, πιο παιχνιδιάρικη και πιο ανεπιτήδευτη. Ο Conant, πρώην ναυτικός και λάτρης του ωκεανού, γνώριζε καλά το φως και το αυθόρμητο βλέμμα. Κι εκείνη του έδωσε αυτό που κανείς δεν είχε δει μέχρι τότε: τη γυναίκα πίσω από τον ρόλο.
Οι λήψεις στην παραλία του Montego Bay ήταν αφοπλιστικά φυσικές: η Grace να χαμογελά ενώ παίζει με ένα μαξιλάρι, να κολυμπά, να τρέχει ξυπόλυτη στην άμμο, να ποζάρει με μάσκα κατάδυσης. Η διάσημη «cushion session», όπως την αποκάλεσε αργότερα ο ίδιος ο φωτογράφος, απαθανάτισε μια πλευρά της Kelly που έμελλε να την καθορίσει για πάντα.
Η φωτογράφιση δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Collier’s τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς και αμέσως προκάλεσε αίσθηση. Ο Conant έγινε ανάρπαστος – από τη μία μεριά του Ατλαντικού στην άλλη. Μα πάνω απ’ όλα, έγινε ο φωτογράφος της εμπιστοσύνης της πριγκίπισσας Grace. Την ακολούθησε στο Χόλιγουντ, στην Ευρώπη, στο γάμο της, στο παλάτι του Μονακό.
Ο ίδιος περιέγραψε αργότερα εκείνη την ημέρα στην Τζαμάικα ως μια στιγμή μαγείας. «Η Grace δεν χρειαζόταν τίποτα – ούτε μακιγιάζ ούτε ρούχα. Ήταν απλώς ο εαυτός της. Και αυτό ακριβώς κατέγραψα».
Αυτό το βλέμμα, αυτή η ελευθερία, αυτό το “natural glamour” δεν ήταν απλώς αισθητική επιλογή· ήταν μια δήλωση ταυτότητας. Ήταν η Grace Kelly όπως ήθελε να τη θυμούνται: ανθρώπινη, αστεία, αξιοπρεπής. Ή, όπως είχε πει η ίδια στην τελευταία της συνέντευξη: «I would like to be remembered as a decent human being.»
Η φωτογραφία έγινε μνήμη. Και η μνήμη, ιστορία.