Aυτοάνοσα Ρευματικά Νοσήματα – Πνεύμονες

Η Αυτοάνοση Πνευμονική Νόσος είναι μία σπάνια, αλλά ιδιαίτερα σοβαρή επιπλοκή που σχετίζεται με τα Αυτοάνοσα Ρευματικά Νοσήματα, όπως:
– Η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα, μία φλεγμονώδης νόσος που επηρεάζει τις αρθρώσεις
– Η Συστηματική Σκλήρυνση (Σκληρόδερμα), μία ινωτική νόσος που επηρεάζει το δέρμα
– Η Δερματομυοσίτιδα, η οποία προκαλεί φλεγμονή στους μύες και το δέρμα
– Ο Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος, μία φλεγμονώδης νόσος που επηρεάζει διάφορα όργανα του σώματος, όπως οι αρθρώσεις, οι νεφροί και το δέρμα.
Η επιπλοκή αυτή έχει διάφορα ονόματα: αυτοάνοση πνευμονική νόσος, διάμεση πνευμονική νόσος και διάμεση ίνωση. Χαρακτηρίζεται από φλεγμονή ή ίνωση των πνευμόνων και αποτελεί μία από τις αρκετές επιπλοκές που μπορεί να εμφανιστούν σε ασθενείς που
πάσχουν από Αυτοάνοσες Ρευματικές παθήσεις.
Ο όρος «αυτοανοσία» αναφέρεται στις περιπτώσεις όπου το ανοσοποιητικό σύστημα αντιλαμβάνεται υγιείς ιστούς του οργανισμού ως ξένους.
Στη ρευματοειδή αρθρίτιδα π.χ., το ανοσοποιητικό σύστημα στοχεύει κυρίως τις αρθρώσεις. Ωστόσο, στο 10% περίπου των ασθενών μπορεί να εμφανιστούν συμπτώματα από τους πνεύμονες. Είναι σημαντικό να τεθεί άμεσα η διάγνωση της αυτοάνοσης Πνευμονικής Νόσου. Έρευνες έχουν δείξει ότι η παραπάνω επιπλοκή αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αίτια νόσησης και θανάτου για τους ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα.

Τα Αυτοάνοσα Ρευματικά Nόσηματα συνήθως αποκρίνονται καλύτερα στις Ανοσοτροποποιητικές θεραπείες (συμπεριλαμβανομένων και των Κορτικοειδών), ιδιαίτερα όταν χορηγούνται νωρίς στην πορεία της νόσου.
Η πρόγνωση στους ασθενείς με ινωτικές παθήσεις είναι συνήθως χειρότερη και τα φάρμακα δεν είναι εξίσου αποτελεσματικά – με αποτέλεσμα να προκαλείται συχνότερα αναπηρία, να χρειάζεται εξωτερική χορήγηση οξυγόνου ή να απαιτείται μεταμόσχευση πνεύμονα.
Η πορεία της επιπλοκής αυτής μπορεί να διαφέρει σημαντικά στους διάφορους ασθενείς με ορισμένους να αναφέρουν ταχεία επιδείνωση, ενώ σε άλλους να παρατηρείται πιο αργή επιδείνωση ή σταθεροποίηση.
Για τον λόγο αυτό, είναι σημαντικό οι ασθενείς με ύποπτα συμπτώματα από τους Πνεύμονες, να παρακολουθούνται από ένα Πνευμονολόγο -σε συνεργασία με τον θεράποντα Ρευματολόγο- o οποίος θα παρακολουθεί τη λειτουργία των πνευμόνων με τακτικό ειδικό έλεγχο. Αν και ακόμα δεν έχουν γίνει έρευνες με σκοπό να εξετάσουν ποιοι είναι
οι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση της επιπλοκής, διάφορες πληθυσμιακές μελέτες έχουν καταλήξει σε ορισμένες παρατηρήσεις.
-Το ανδρικό φύλο,
-το ιστορικό καπνίσματος και
-η παρουσία ορισμένων αντισωμάτων, ή γενετικών δεικτών, αυξάνει τον
κίνδυνο αυτοάνοσης πνευμονική νόσου.
Η αποτελεσματικότητα των θεραπειών ποικίλλει.

Συμπερασματικά
Η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση της νόσου -πριν εμφανιστεί εκτεταμένη ίνωση- συνδέεται με καλύτερη πρόγνωση. Αν ο ασθενής πάσχει από κάποια Αυτοάνοση Ρευματική Νόσο και παρουσιαστούν σημεία ή συμπτώματα που παραπέμπουν σε αυτοάνοση πνευμονική νόσο, όπως:

-ξηρός βήχας ή
-δύσπνοια

επιβάλλεται η παραπομπή σε πνευμονολόγο ο οποίος θα προσδιορίσει τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης ή επιβράδυνσης της πορείας της νόσου.

Ελένη Κομνηνού
Ειδική Ρευματολόγος, Clinical Assistant Professor of University of Nicosia, Επιστημονικά Υπεύθυνη Ρευματολογικού Τμήματος Metropolitan General, Διευθύντρια Κλινικής “Αυτοάνοσων Ρευματικών Νοσημάτων" Metropolitan General, Υπεύθυνη Τμήματος “Αυτοάνοσων Ρευματικών Νοσημάτων και Κύησης" ΜΗΤΕΡΑ