Εμμηνόπαυση και Αυτοάνοσα Ρευματικά Νοσήματα

H σχέση μεταξύ αυτοάνοσων νοσημάτων και εμμηνόπαυσης είναι πολύπλοκη.

Ενώ οι επιβλαβείς επιδράσεις της εμμηνόπαυσης στο καρδιαγγειακό, το ουρογεννητικό, το σκελετικό και το κεντρικό νευρικό σύστημα λόγω ανεπάρκειας γοναδικών ορμονών μπορούν να συμβάλουν στη νοσηρότητα σε αυτοάνοσα νοσήματα, τα αυτοάνοσα νοσήματα καθώς και η θεραπεία τους καθεαυτή μπορεί να επιταχύνουν ή να προλάβουν την ανάπτυξη της εμμηνόπαυσης.

Η εμμηνόπαυση –φυσική ή πρόωρη– μπορεί να επηρεάσει την αυτοάνοση νόσο με διάφορους τρόπους. Η εμμηνόπαυση μπορεί να επηρεάσει τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα σε ασθενείς με αυτοάνοση νόσο μέσω επιδράσεων σε καρδιαγγειακά, σκελετικά και άλλα συστήματα που έχουν ήδη επηρεαστεί από αλλαγές που σχετίζονται με αυτοάνοσες ασθένειες.

Τα αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα εμφανίζονται κυρίως σε γυναίκες (όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο λύκος, το σύνδρομο Sjogren, σκληρόδερμα) και κυρίως στην αναπαραγωγική περίοδο, δηλαδή σε ηλικίες από 30-50.

Ο λόγος που τα αυτοάνοσα πλήττουν κυρίως το γυναικείο φύλο είναι το ιδιαίτερο μεταβολικό προφίλ των γυναικών και οι πολλαπλές ορμονικές αλλαγές που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους: εμμηναρχή, εφηβεία, ωορρηξία, έμμηνος ρύση, κύηση, κλιμακτήριος, εμμηνόπαυση.

Αυτό από μόνο του καταδεικνύει τη σημασία των οιστρογόνων στην ανάπτυξη των νοσημάτων αυτών. Είναι λοιπόν εύκολα κατανοητό, ότι η εμμηνόπαυση, με την επικείμενη μείωση παραγωγής των ορμονών αυτών, θεωρητικά σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο ανάπτυξης τέτοιων νοσημάτων. Κάθε ορμονική αλλαγή επηρεάζει άμεσα τη συνολική
μεταβολική κατάσταση του οργανισμού.

Αλλαγές και διαταραχές του μεταβολισμού συνδέονται άμεσα με την ανάπτυξη αυτοάνοσου
νοσήματος.  Όλες οι γυναίκες το βιώνουν αυτό, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, λίγες μέρες πριν την περίοδο, κατά τη διάρκεια της κύησης ή στην κλιμακτήριο.
Σε ασθενείς πάντως που έχουν κάποιο αυτοάνοσο ρευματικό νόσημα, η εμμηνόπαυση έχει κάποια σημασία. Ειδικά σε ασθενείς με λύκο (ΣΕΛ), η χορήγηση θεραπειών όπως η
κυκλοφωσφαμίδη (απαραίτητη παρέμβαση για την νεφρική προσβολή) σχετίζεται δυστυχώς με πρώιμη εμμηνόπαυση λόγω ωοθηκικής ανεπάρκειας, κυρίως σε γυναίκες με έναρξη
θεραπείας μετά τα 32 έτη.

Σχετικά με την ενεργότητα της νόσου, ειδικά σε ασθενείς με ΣΕΛ, έχει αποδειχθεί ότι μετά την εμμηνόπαυση η πορεία είναι πιο ήπια. Απαιτείται πάντως ιδιαίτερη προσοχή στο θέμα της
θεραπείας υποκατάστασης με ορμόνες στους ασθενείς αυτούς, λόγω πιθανής πρόκλησης έξαρσης νόσου. Σε άλλα πάντως νοσήματα, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η εμμηνόπαυση
φαίνεται, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, να σχετίζεται με επιδείνωση της λειτουργικής κατάστασης.

Συμπερασματικά
Αυτό πάντως που θα πρέπει να έχει πάντα υπόψη του ο κλινικός είναι ότι η εμμηνόπαυση σχετίζεται με πιθανή επιδείνωση καταστάσεων όπως η αθηρωμάτωση – καρδιαγγειακός
κίνδυνος όπως και η οστεοπόρωση, καταστάσεις που οι ασθενείς με  αυτοάνοσα – φλεγμονώδη ρευματικά νοσήματα βρίσκονται ήδη σε αυξημένο κίνδυνο.

Ελένη Κομνηνού
Ειδική Ρευματολόγος, Clinical Assistant Professor of University of Nicosia, Επιστημονικά Υπεύθυνη Ρευματολογικού Τμήματος Metropolitan General, Διευθύντρια Κλινικής “Αυτοάνοσων Ρευματικών Νοσημάτων" Metropolitan General, Υπεύθυνη Τμήματος “Αυτοάνοσων Ρευματικών Νοσημάτων και Κύησης" ΜΗΤΕΡΑ