Η πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια (POI) χαρακτηρίζεται από υπεργοναδοτροπική αμηνόρροια λόγω διακοπής της λειτουργίας των ωοθηκών πριν από την ηλικία των 40 ετών.
Η διάγνωση βασίζεται σε αμηνόρροια πριν από την ηλικία των 40 ετών που σχετίζεται με επίπεδα θυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH) >40 IU/l, που ανιχνεύονται σε δύο περιπτώσεις με
διαφορά τουλάχιστον ενός μήνα. Η POI προκαλεί γυναικεία υπογονιμότητα, ενώ αποτελεί σημαντική ψυχοκοινωνική επιβάρυνση και κίνδυνο για την υγεία των γυναικών.
Εμφανίζεται στο 1% των γυναικών, εκ των οποίων το 10-28% έχει πρωτοπαθή και το 4-18% δευτεροπαθή αμηνόρροια.
Αν και υπάρχουν πολλαπλές αιτιολογίες της POI (γενετικά, χρωμοσωμικά, λοιμώδη και ιατρογενή αίτια), η αιτιολογία δεν μπορεί να προσδιοριστεί στους περισσότερους ασθενείς και αυτό αναφέρεται ως ιδιοπαθής POI.
Έχει αποδειχθεί ότι έως και 30% των ιδιοπαθών περιπτώσεων Πρόωρης Ωοθηκικής ανεπάρκειας, μπορεί να έχουν αυτοάνοσο αίτιο.
Σε αυτή την περίπτωση η ανθρώπινη ωοθήκη είναι συνήθως ο στόχος μιας αυτοάνοσης αντίδρασης που οδηγεί σε δυσλειτουργία των ωοθηκών, η οποία μπορεί να εκδηλωθεί ως
Πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια (POΙ ), πρόωρη γήρανση των ωοθηκών (PCOS), ανεξήγητη υπογονιμότητα ή ενδομητρίωση.
Η αυτοάνοση βλάβη των ωοθηκών προκαλείται από την αλλοίωση των υποομάδων των Τ-λεμφοκυττάρων καθώς και την αύξηση των Β-κυττάρων που παράγουν αυτοαντισώματα.
Περίπου το 20% των ασθενών με πρόωρη Ωοθηκική ανεπάρκεια έχουν προηγουμένως διαγνωστεί με άλλα συνοδά αυτοάνοσα νοσήματα.
Τα στοιχεία που προέρχονται από τη συχνά παρατηρούμενη συσχέτιση της πρόωρης Ωοθηκικής ανεπάρκειας με άλλες αυτοάνοσες διαταραχές στηρίζονται στην ανεύρεση
αντισωμάτων κατά των ωοθηκών (AOA) και τα ιστολογικά ευρήματα ωοθηκικού ιστού από προσβεβλημένες γυναίκες.
Αρκετές αυτοάνοσες διαταραχές έχουν συσχετιστεί με πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια ενδοκρινικές και μη ενδοκρινικές.
Ο υποθυρεοειδισμός είναι ο πιο συχνός. Επίσης ο υποπαραθυρεοειδισμός, σακχαρώδης διαβήτης, υποφυσίτιδα κ.ά. Μη ενδοκρινικές παθήσεις που μπορεί να προκαλέσουν
πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια είναι η χρόνια καντιντίαση, η αυτοάνοσης αιτιολογίας θρομβοπενική πορφύρα, η λεύκη, η αυτοάνοση αλωπεκία, η αυτοάνοση αιμολυτική αναιμία, η κακοήθης αναιμία, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, το σύνδρομο sjogren ,η πρωτοπαθής χολική κίρρωση και η χρόνια ενεργός ηπατίτιδα.
Η διερεύνηση των αυτοάνοσων αντιδράσεων και των αυτοαντισωμάτων κατά των ωοθηκών μπορεί να παρεμποδιστεί σοβαρά από το γεγονός ότι η πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια αντιπροσωπεύει ένα τελικό στάδιο της νόσου.
Μέχρι να διαγνωστεί η πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια, η γυναίκα έχει εξαντλήσει το ωοθυλακικό της απόθεμα.
Έτσι, η αιτία της αυτοανοσίας της πρόωρη ωοθηκικής ανεπάρκειας μπορεί να είναι δύσκολο να εντοπιστεί αναδρομικά.
Αν η πρώιμη ωοθηκική ανεπάρκεια δεν αποκατασταθεί αυξάνει τον κίνδυνο οστεοπόρωσης, καρδιαγγειακής νόσου, άνοιας, γνωστικής έκπτωσης και παρκινσονισμού.
Η αντιμετώπιση της πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας θα πρέπει να κατευθύνεται στην επίλυση των συμπτωμάτων και στην προστασία των οστών, αλλά το πιο σημαντικό θα πρέπει
να περιλαμβάνει ψυχοκοινωνική υποστήριξη για τις γυναίκες που αντιμετωπίζουν αυτή την δυσβάσταχτη διάγνωση.
Συμπερασματικά
Η πρώιμη και αξιόπιστη διάγνωση μιας Αυτοάνοσης νόσου είναι ιδιαίτερα σημαντική για τις νεαρές γυναίκες στο προαναπαραγωγικό στάδιο της ζωής, όταν είναι ακόμα δυνατή
η προσαρμογή των σχεδίων για το μέλλον και η αποφυγή πρόσθετων επιβλαβών παραγόντων.